Σε λεπτή φάση εισέρχεται η υπόθεση της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης του Σινά, καθώς την Δευτέρα 2 Ιουνίου αναμένεται να μεταβεί στο Κάιρο ειδική ομάδα τεχνοκρατών της ελληνικής πλευράς, με εντολή να διαφυλάξει τη συμφωνημένη αρχιτεκτονική του εξωδικαστικού διακανονισμού και να αποτρέψει τις ανατροπές που επιχειρεί το αιγυπτιακό καθεστώς με επίκληση της πρόσφατης δικαστικής απόφασης.
Το άρθρο-κλειδί της συμφωνίας
Στον πυρήνα της ελληνικής επιχειρηματολογίας βρίσκεται το άρθρο 3 του διακανονισμού, βάσει του οποίου αναγνωρίζεται ρητώς ότι «το Μοναστήρι, τα κτίριά του, τα οικόπεδά του, οι εκκλησίες και τα συναφή κτίρια… αποτελούν ιδιοκτησία του Μοναστηριού που ανήκει στο Ελληνορθόδοξο Δόγμα». Το συγκεκριμένο άρθρο είχε συμφωνηθεί από κοινού και επρόκειτο να αποτελέσει τη βάση της τελικής συμφωνίας μεταξύ Καΐρου και Μονής, παρουσία της ελληνικής πλευράς.
Ωστόσο, μετά από μήνες καθυστέρησης και υπεκφυγών εκ μέρους του Καΐρου, η αιγυπτιακή Δικαιοσύνη εξέδωσε απόφαση που αποδίδει την κυριότητα όλων των περιουσιακών στοιχείων της Μονής στο αιγυπτιακό κράτος, διατηρώντας στη Μονή μόνο το δικαίωμα άσκησης θρησκευτικών καθηκόντων. Έτσι, οι Έλληνες μοναχοί μετατρέπονται σε “φιλοξενούμενους” στον τόπο όπου επί 1.500 χρόνια η Ορθοδοξία διατήρησε αδιάλειπτη παρουσία.
Οι επιδιώξεις του Καΐρου
Η αιγυπτιακή πλευρά, με βάση τα ως τώρα δείγματα, επιδιώκει αναθεώρηση της συμφωνίας ή υπογραφή νέου κειμένου «συμβατού με την απόφαση του Δικαστηρίου». Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι επιχειρείται αποσύνδεση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος από την «αναγνώριση της ιερότητας» του χώρου, ένα τέχνασμα που μετατρέπει το ιστορικό μοναστήρι σε μνημείο υπό κρατική διαχείριση.
Παρά τις διακηρύξεις του Καΐρου για «σεβασμό στη μοναδική θρησκευτική θέση της Μονής», το Δικαστήριο έκρινε ότι η κυριότητα ανήκει στο κράτος και ο διαχειριστής θα είναι η Υπηρεσία Προστασίας των Αρχαιοτήτων, χωρίς θεσμική εκπροσώπηση του μοναστικού πληρώματος.
Οι κόκκινες γραμμές της Αθήνας
Η ελληνική αντιπροσωπεία μεταβαίνει στην Αίγυπτο με εντολή να διαφυλάξει τη φιλοσοφία της αρχικής συμφωνίας. Όπως διαμηνύεται από κυβερνητικές πηγές, η Αθήνα είναι διατεθειμένη να εξετάσει διατυπωτικές προσαρμογές, αλλά όχι την ανατροπή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος.
Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει ήδη επικοινωνήσει με τον Αιγύπτιο Πρόεδρο Αμπντέλ Φατάχ Αλ Σίσι, υπογραμμίζοντας ότι «προέχει η διατήρηση του ελληνορθόδοξου και προσκυνηματικού χαρακτήρα της Ιεράς Μονής».
Σε περίπτωση ναυαγίου, εξετάζεται η άμεση μετάβαση του Υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Γεραπετρίτη για πολιτική διαπραγμάτευση στο ανώτατο δυνατό επίπεδο. Παράλληλα, εντός της Ε.Ε. γίνονται ήδη παρασκηνιακές νύξεις για πιθανές συνέπειες, με δεδομένο ότι η Αίγυπτος διεκδικεί χρηματοδοτήσεις ύψους 25 δισ. ευρώ και η Ελλάδα έχει συμβάλει καθοριστικά στην εξομάλυνση των ευρωαιγυπτιακών σχέσεων.
Προειδοποίηση και προς Ουάσιγκτον
Ιδιαίτερη βαρύτητα έχει και η διεθνής διάσταση της υπόθεσης. Στην Ουάσιγκτον, όπου επικρατούν αυξημένες ευαισθησίες σε ζητήματα θρησκευτικής ελευθερίας, η εικόνα ενός χριστιανικού μοναστηριού να υφίσταται αποψίλωση περιουσίας και εξάρθρωση λειτουργίας, δύσκολα θα περάσει απαρατήρητη σε έναν πιθανό μελλοντικό Λευκό Οίκο υπό τον Ντόναλντ Τραμπ.
Πηγές από την Ορθόδοξη Εκκλησία εκτιμούν ότι το Κάιρο υπονομεύει την πολυαιώνια λειτουργία του μοναστηριού, καθιστώντας τους μοναχούς ανενεργούς και εξαρτώμενους από το κράτος για κάθε κίνηση. Μάλιστα, ο Αρχιεπίσκοπος Δαμιανός ενημερώθηκε αιφνιδιαστικά από τον Αιγύπτιο πρέσβη για την «ένσταση» του Υπουργείου Δικαιοσύνης, η οποία δεν είχε προβληθεί ούτε κατά τις διαπραγματεύσεις ούτε πριν το δικαστικό σκεπτικό.
Το διακύβευμα και οι εναλλακτικές
Η Ελλάδα καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα σε μια στρατηγική συμμαχία με την Αίγυπτο και την αποτροπή μιας ιστορικής υποχώρησης στα δικαιώματα ενός μοναστηριού-συμβόλου για την Ορθοδοξία και τον ελληνισμό.
Η λύση ενδεχομένως να περάσει από έναν λεπτομερή επανασχεδιασμό του διακανονισμού, ο οποίος θα διασφαλίζει νομικά τα ουσιώδη δικαιώματα της Μονής, χωρίς να εκθέτει την αιγυπτιακή κυβέρνηση στο εσωτερικό της. Ωστόσο, η Αθήνα έχει καταστήσει σαφές ότι η ανατροπή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή – ούτε στο όνομα της διπλωματίας, ούτε στο όνομα του ρεαλισμού.