Απόφαση Αρείου Πάγου φωτογραφίζει Χρυσή Αυγή
Τετρασέλιδη εγκύκλιος του Αρείου Πάγου προς τις εισαγγελίες και τα αστυνομικά τμήματα της χώρας φωτογραφίζει τους βουλευτές της «Χρυσής Αυγής» σε περίπτωση συμμετοχής τους σε επεισόδια.
Ειδικότερα ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Ιωάννης Τέντες, επισημαίνει ότι σε περίπτωση που βουλευτές διαπράττουν πλημμελήματα θα πρέπει «να αποτρέπονται με τα συνήθη μέσα».
Συγκεκριμένα, η εγκύκλιος ξεκινάει ως εξής: «Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινοµένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς µετανάστες, σε σχέση µε τη νοµιµότητα της εισόδου και διαµονής αυτών στη χώρα καθώς και της ασκήσεως εµπορικής δραστηριότητας ορισµένων από αυτούς, από οργανωµένες οµάδες πολιτών. Πολλές φορές στις παραπάνω ενέργειες πολιτών συµµετέχουν και µέλη του Κοινοβουλίου. Επειδή, ενόψει των δηµοσίως προβαλλοµένων επιχειρηµάτων προς δικαιολόγηση των ανωτέρω συµπεριφορών, αλλά και των διατυπωµένων κυρίως στα ΜΜΕ διαφόρων απόψεων για την ποινική µεταχείριση των συµµετεχόντων βουλευτών, δηµιουργείται σύγχυση, αναγκαίο παρίσταται να δοθούν οι ακόλουθες διευκρινίσεις και οδηγίες. … Περαιτέρω κατά το άρθρο 175 παρ. 1 ΠΚ όποιος µε πρόθεση αντιποιείται την άσκηση δηµόσιας, δηµοτικής ή κοινοτικής υπηρεσίας τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι ενός έτους ή µε χρηµατική ποινή.»
Η εγκύκλιος αναφέρει : «Το άρθρο 62 του Συντάγµατος ορίζει ότι όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος ο βουλευτής δεν διώκεται ούτε συλλαµβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε µε άλλο τρόπο περιορίζεται χωρίς άδεια του Σώµατος. ∆εν απαιτείται όµως άδεια για τα αυτόφωρα κακουργήµατα. Εξάλλου, κατά το άρθρο 54 ΚΠ∆, ακόµα και στις περιπτώσεις που χρειάζεται άδεια για τη δίωξη, µπορεί να ενεργηθεί ανάκριση για τη βεβαίωση του εγκλήµατος και πριν χορηγηθεί η άδεια. ∆εν επιτρέπεται µόνο να ενεργηθούν ανακριτικές πράξεις που θίγουν το πρόσωπο για τη δίωξη του οποίου χρειάζεται η άδεια. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τις πληµµεληµατικές, έστω και αυτόφωρες, πράξεις του βουλευτή δεν επιτρέπεται η σύλληψή του καθώς και η ποινική δίωξή του χωρίς προηγούµενη άδεια της Βουλής. Επιτρέπεται όµως η χωρίς άδεια διενέργεια κάθε ανακριτικής πράξεως που είναι αναγκαία για τη βεβαίωση του εγκλήµατος εκτός αυτών που θίγουν το πρόσωπο του βουλευτή (πχ. Δεν επιτρέπεται κλήση του για παροχή εξηγήσεων ή απολογία). Επιτρέπεται επίσης η φυσική παρεµπόδιση του επιτιθέµενου βουλευτή µε τα συνήθη αποτρεπτικά µέσα, που εφαρµόζονται στους παρανοµούντες κοινούς πολίτες, εκ µέρους των οργάνων της πολιτείας τα οποία έχουν την ευθύνη για την αποτροπή της διαταράξεως της δηµόσιας τάξης και την πρόληψη των εγκληµάτων (Αστυνοµία κλπ.). Η εφαρµογή των ως άνω καθαρά αποτρεπτικών µέτρων σηµειωτέον δεν συνεπάγεται περιορισµό της»… «κατά τις συνδυασµένες διατάξεις των άρθρων 275 παρ. 1 και 279 παρ. 1 ΚΠ∆ οι ανακριτικοί υπάλληλοι των άρθρων 33 και 34, καθώς και κάθε αστυνοµικό όργανο, έχουν υποχρέωση να συλλάβουν το δράστη αυτόφωρου κακουργήµατος και πληµµελήµατος και να τον οδηγήσουν, χωρίς αναβολή, στον αρµόδιο εισαγγελέα. Αυτό ισχύει, σύµφωνα µε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου 275 ΚΠ∆ και για τα εγκλήµατα που διώκονται µε έγκληση εάν υποβληθεί η απαιτούµενη έγκληση, έστω και προφορικά, σ’ εκείνον που έχει δικαίωµα να συλλάβει τον δράστη. Στο άρθρο 242 παρ. 1 ΚΠ∆ ορίζεται πότε το έγκληµα είναι αυτόφωρο στο δε άρθρο 243 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ποιες υποχρεώσεις έχουν οι προανακριτικοί υπάλληλοι, όταν πρόκειται για αυτόφωρο κακούργηµα και πληµµέληµα. Μεταξύ των υποχρεώσεών τους αυτών συγκαταλέγεται και η σύλληψη του δράστη χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε έγκριση ή άδεια για τις ενέργειες αυτές.»
«Σε περίπτωση που κάποιος από τους συµµετόχους είναι βουλευτής επί µεν 4 κακουργηµατικών αυτοφώρων πράξεων να προβαίνουν στη σύλληψη αυτού, επί των λοιπών δε πράξεων να ενεργούν οποιαδήποτε ανακριτική πράξη είναι αναγκαία για τη βεβαίωση του εγκλήµατος, εξαιρουµένων µόνον των ανακριτικών πράξεων που θίγουν το πρόσωπο του τελευταίου, καθώς και να εφαρµόζουν τα προαναφερθέντα αποτρεπτικά µέτρα. 2) Να τους ενηµερώνουν αµέσως για τις διαπιστώσεις τους και τις ενέργειες, στις οποίες προέβησαν, ζητούντες εν ανάγκη και τη συνδροµή τους. Ωσαύτως να παραγγείλετε στους κ. κ. Εισαγγελείς Πρωτοδικών την εφαρµογή της αυτόφωρης διαδικασίας µε την παραποµπή των δραστών στα ακροατήρια για την άµεση εκδίκαση των εγκληµάτων, δεδοµένου ότι η εφαρµογή της αυτόφωρης διαδικασίας οδηγεί στην άµεση αποκατάσταση της προσβολής της εννόµου τάξεως, και σε περίπτωση αναβολής τον προσδιορισµό των οικείων δικογραφιών κατά προτεραιότητα.», καταλήγει η εγκύκλιος.