Εκατό χρόνια μετά, μια αυτοκριτική ματιά στο 1922
Με την ευκαιρία του (αυτο)κριτικού αναστοχασμού που μας παρέχει η 100ή επέτειος από το φοβερό και τραγικό συνάμα 1922, είμαστε υποχρεωμένοι να αναγνωρίσουμε πως την αλησμόνητη εκείνη χρονιά διαπράχτηκαν δύο εγκλήματα, ένα πολιτικό και ένα δικαστικό.
Του ΘΑΝΑΣΗ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ*
Η διχογνωμία για το ποιος ευθύνεται για το πρώτο, την τρομακτική Μικρασιατική καταστροφή, είναι μεγαλύτερη.
Δεν είναι λίγοι όσοι καταλογίζουν στον Βενιζέλο το ότι επιχείρησε ένα αδιέξοδο και ατελέσφορο εγχείρημα, δεδομένου πως τα γεωπολιτικά και δημογραφικά δεδομένα εξ αρχής δεν επέτρεπαν ιδιαίτερη αισιοδοξία για την έκβαση της στρατιωτικής παρέμβασης σε μια περιοχή χωρίς γεωγραφική συνέχεια με τον κύριο κορμό της χώρας.
Άλλοι βέβαια εστιάζουν κυρίως στην αφέλεια των διαδόχων του μεγάλου Κρητικού, οι οποίοι -φοβούμενοι και την κρίση της κοινωνίας και τη σύγκριση της Ιστορίας, μήπως δηλαδή καταγραφούν ως ήσσονες και όχι ως κρείσσονες του ηγέτη των Φιλελευθέρων- συνέχισαν και διεύρυναν την εμπλοκή, παρά την εις βάρος της χώρας μας μετατροπή των διεθνοπολιτικών δεδομένων (μεταστροφή Γαλλίας, αντιρρήσεις Ιταλίας και ΗΠΑ, σοβιετοκεμαλική προσέγγιση, αποδυνάμωση Λόυντ Τζορτζ κ.λπ.).
Σε κάθε περίπτωση, όποιος και αν είναι ο επιμερισμός των ευθυνών που θα κάνει ο αμερόληπτος κριτής, γεγονός είναι πως στην τραγωδία συνέβαλαν τόσο ο εσωτερικός διχασμός και φανατισμός όσο και ο εθνικιστικός μαξιμαλισμός.
Ως προς το πρώτο, ήταν τόσο το μίσος και τόσοι οι διωγμοί της περιόδου 1917-1920 που στις 3 Νοεμβρίου του 1920 ο Γεώργιος Βλάχος έγραφε για τον Βενιζέλο «μας κατήντησες να ευχώμεθα την ήτταν της [πατρίδος]». Αντίστοιχα σκέπτονταν -ακόμη και ενεργούσαν- μετά τον Νοέμβριο του 1920 και αρκετοί βενιζελικοί.
Ως προς το δεύτερο, υπήρξε ένας αδιανόητος μαξιμαλισμός και μια διαπαραταξιακά υποστηριζόμενη εμμονή στην αδιαλλαξία: Η Βουλή των Ελλήνων, όταν το 1921 αναπτυσσόταν διαμεσολαβητική/συμβιβαστική προσπάθεια των Μεγάλων Δυνάμεων, χαρακτήριζε τη συνθήκη των Σεβρών ως «το ελάχιστον των εθνικών δικαίων». Αυτό, δε, παμψηφεί! Δηλαδή με συναίνεση και του βενιζελικού κόμματος, παρά τις δημοσιοποιούμενες πλέον πολύ μετριοπαθέστερες και ωθούσες στην αναδίπλωση θέσεις ατομικά του Βενιζέλου (κάτι που έκανε την «Καθημερινή» του Βλάχου να αντιδιαστείλει την «εθνικώς υπεύθυνη» στάση του κοινοβουλευτικού ηγέτη του Κόμματος των Φιλελευθέρων Δαγκλή προς την -οδηγούσα σε μειοδοσία- «ηττοπάθεια» του ιστορικού ηγέτη της παράταξης). Αν όμως για το εσωτερικό μίσος και τη μαξιμαλιστική εθελοτύφλωση ευθύνονταν πολλοί, ασφαλώς και δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι η πολιτική δειλία των μετανοεμβριανών αντιβενιζελικών κυβερνητών συνέβαλε στη διόγκωση των συνεπειών του εγχειρήματος. Αυτό όμως, οι τεράστιες πολιτικές ευθύνες τους δεν αναιρούν το ότι η Δίκη των «Έξι» υπήρξε δικαστικό έγκλημα, ίσως και δικαστικός κανιβαλισμός. Ειδικότερα…
Τι θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη βασική κατηγορία κατά των πολιτικών υπευθύνων της περιόδου, καθώς και κατά του τελευταίου αρχιστράτηγου, πως «εκουσίως και εκ προθέσεως υποστήριξαν την εισβολήν εις την επικράτειαν του Βασιλείου του τουρκικού εθνικιστικού στρατού»; Την ίδια ώρα που οι κατηγορούμενοι στερήθηκαν του δικαιώματος να χρησιμοποιήσουν προς υπεράσπισή τους διπλωματικά έγγραφα «ίνα μη έλθουν εις την δημοσιότητα απόρρητα του κράτους».
Το πιο χαρακτηριστικό, όμως, υπήρξε άλλο: Το βασικότερο σημείο του κατηγορητηρίου ήταν -όχι πως προκηρύχτηκε δημοψήφισμα για επάνοδο του Κωνσταντίνου, κάτι που αξίωνε όλος ο αντιβενιζελικός πολιτικός κόσμος, καθώς και η αντιβενιζελική κοινή γνώμη της εποχής, αλλά- ότι δεν ανέστειλαν τη διεξαγωγή του σχετικού δημοψηφίσματος, μολονότι 36 ώρες προ της διεξαγωγής του οι νικήτριες του πολέμου Δυνάμεις ενημέρωσαν, δια των πρέσβεών τους, την κυβέρνηση Ράλλη πως θα θεωρούσαν την επαναφορά στον θρόνο του γερμανόφιλου μονάρχη ως εχθρική πράξη, η οποία θα τις έστρεφε εναντίον της Ελλάδας. Ωστόσο, οι επτά από τους οκτώ καταδικασθέντες (στην κακώς ονομαζόμενη Δίκη των «Έξι») δεν ήταν υπουργοί της κυβέρνησης που αποφάσισε να αγνοήσει την προειδοποίηση! Πλην όμως, όπως απεφάνθη η υπό τον στρατηγό Πάγκαλο κατηγορούσα αρχή -σημειωτέον πως την παραπομπή του Πάγκαλου σε στρατοδικείο ως εγκληματία πολέμου, επειδή εκτελούσε αιχμαλώτους, είχε ζητήσει το 1912 ο Χατζηανέστης- αυτοί οι μη υπουργοί την κρίσιμη στιγμή κρίθηκε πως είχαν… αναδρομική ευθύνη για όσα έκανε ή παρέλειψε να κάνει η κυβέρνηση Δημητρίου Ράλλη, στην οποία δεν μετείχαν!
Καταλήγω με ένα συμπέρασμα-διερώτηση: έχει σήμερα η Ελλάδα τη δύναμη να κοιτάξει κατάματα τα δύο εγκλήματα, το διπλωματικοστρατιωτικοπολιτικό και το δικαστικό που διέπραξε ο πολιτικός της κόσμος πριν από 100 χρόνια;
* Ο καθηγητής Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι συγγραφέας του βιβλίου «Ο Εθνικός Διχασμός και η κορύφωσή του. Η ΔΙΚΗ ΤΩΝ “ΕΞΙ”. Εξιλασμός ή δικαστικός φόνος;», που μόλις εκδόθηκε από τον Εκδοτικό Οίκο Πατάκη.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ POLITICAL