Εκλογές 2023: Η κρισιμότητα της πρώτης Κυριακής και η καθαρή αυτοδυναμία
Παρά τα προβλήματα που δημιουργεί τις τελευταίες ημέρες η συνεχώς αυξανόμενη τουρκική προκλητικότητα, τα επιτελεία των κομμάτων συνεχίζουν να τελούν υπό το βάρος του προεκλογικού πυρετού. Δυο είναι τα ζητήματα που απασχολούν την κεντρική πολιτική σκηνή και για τα οποία οι ευθύνες κατανέμονται, όχι ισομερώς, και στα τρία βασικά κόμματα που διεκδικούν την εξουσία: Η χαλαρή ψήφος και η αρνητική.
Του ΚΩΣΤΑ ΤΣΙΤΟΥΝΑ
Το αφήγημα της χαλαρής ψήφου φοβίζει περισσότερο τη ΝΔ για την πρώτη Κυριακή, ενώ για τη δεύτερη Κυριακή φοβίζει περισσότερο τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ. Κατά κοινή ομολογία, η χαλαρή ψήφος στερεί από την Πειραιώς τη δυνατότητα να δομήσει ένα «ποσοστό-ελατήριο» στις πρώτες κάλπες, το οποίο θα της επιτρέψει να εκτοξευθεί σε συνθήκες αυτοδυναμίας στις επαναληπτικές εκλογές. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο το Μέγαρο Μαξίμου δίνει τεράστια βαρύτητα στην κινητοποίηση της πρώτης κάλπης με την απλή αναλογική. Είναι κάτι που επισημαίνει διαρκώς και ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.
Από την άλλη μεριά, σε πρώτο χρόνο, ιδιαίτερα ο ΣΥΡΙΖΑ, θα έλεγε κανείς ότι όλο αυτό το διάστημα κλείνει το μάτι στη λογική «δεν θα γίνει δα και μεγάλο κακό με τη μη επίτευξη αυτοδυναμίας στις πρώτες κάλπες και δεν θα διαλυθεί το σύμπαν αν δεν έχουμε κυβέρνηση». Ταυτόχρονα στην Κουμουνδούρου έχουν επενδύσει σε άλλα ζητήματα, τα οποία οι ίδιοι θεωρούν μείζονα ζητήματα της ελληνικής κοινωνίας. Το κρίσιμο ερώτημα, βέβαια, είναι πόσοι πολίτες στην Ελλάδα θεωρούν, άραγε, ότι τα σοβαρά ζητήματα της χώρας είναι το μετρό στα Εξάρχεια, η διαμόρφωση του λόφου Στρέφη, η ομάδα προστασίας των πανεπιστημίων, το Predator και τα κακόβουλα λογισμικά, οι καταγγελίες για τους πρόσφυγες-μετανάστες ή η αστυνομοκρατία;
Το «κατοστάρι» των γαλάζιων
Βεβαίως, αυτή η στρατηγική θα έχει και συνέπειες, αφού οι βουλευτές της αντιπολίτευσης (είτε του ΣΥΡΙΖΑ είτε του ΠΑΣΟΚ) δεν θα τρέξουν με την ίδια ζέση ούτε για την επανεκλογή τους ούτε για τα ποσοστά του κόμματός τους. Αντίθετα, οι νεοδημοκράτες, αν έχουν επιτύχει στην πρώτη κάλπη ένα «ποσοστό-ελατήριο», θα τρέξουν με διπλές ταχύτητες και θα υπερβάλουν εαυτό και για να επανεκλεγούν οι ίδιοι και για να πιάσει η ΝΔ την αυτοδυναμία.
Τα παραπάνω που αφορούν την ψυχολογία του νικητή ή του ηττημένου μπορεί να ακούγονται απλοϊκά, είναι όμως πολύ σημαντικά στο τελευταίο κατοστάρι των εκλογών.
Εκτός, όμως, από τη χαλαρή ψήφο, η οποία αποτελεί σπαζοκεφαλιά, υπάρχει και το σενάριο της αρνητικής ψήφου.
Η τιμωρητική ψήφος
Κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ και λιγότερο το ΠΑΣΟΚ προσπαθούν να δομήσουν αυτήν ακριβώς την ψυχολογία προς τις κάλπες. Τη λεγόμενη «τιμωρητική ψήφο». Να ψηφίσουμε για να διώξουμε την κακή ΝΔ και όχι για να φέρουμε τον γεμάτο ελπίδες ΣΥΡΙΖΑ. Για να συνεννοούμαστε, θετική ψήφος είναι η λογική: «ψηφίζω ΣΥΡΙΖΑ (ή ΠΑΣΟΚ, για παράδειγμα) γιατί θεωρώ ότι έχει καλύτερο πρόγραμμα από τη ΝΔ».
Κάτι τέτοιο σε αυτές τις εκλογές δεν υπάρχει, βεβαίως. Ταυτόχρονα, δεν φαίνεται να έχει διογκωθεί σε ικανοποιητικό βαθμό το σενάριο: «πάμε να ψηφίσουμε για να διώξουμε τον Μητσοτάκη». Η αρνητική ψήφος -προσώρας- δεν φαίνεται να γοητεύει το μεγάλο μέρος της εκλογικής δεξαμενής.
Αν, μάλιστα, μιλήσουμε με όρους «λαϊκών δημοσκοπήσεων», οι περισσότεροι πολίτες κινούνται στη λογική: «Ωραία, να μην ψηφίσω Μητσοτάκη… Και ποιον να ψηφίσω;». Εδώ τα πράγματα δυσκολεύουν σε επίπεδο απαντήσεων. Βεβαίως, μπορεί να μην ισχύει σε απόλυτο βαθμό αυτό που λέει ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης: «Αν όχι εγώ, ποιος;», αλλά σίγουρα οι ψηφοφόροι διαπιστώνουν ότι δεν υπάρχουν αξιόπιστες και φρέσκες εναλλακτικές λύσεις στο πολιτικό στερέωμα. Ακόμα και αν κάποιος ισχυριστεί ότι υπάρχουν, δεν δείχνουν να κάνουν κάποιο ιδιαίτερο γκελ στην κοινωνία.
Προφανώς, το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον το οποίο θα διογκωθεί και από τη νέα χρονιά (2023) θα αλλάξει τα δεδομένα και στις αρχές του χρόνου θα μπορέσει να γίνει μια ουσιαστική επαναξιολόγηση και για τη χαλαρή αλλά και για την αρνητική ψήφο.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ POLITICAL