«Η Συμφωνία των Πρεσπών και το εκκρεμές ‘’Μακεδονικό ζήτημα’’»
Του Αναστάσιου Βαβούσκου
Στις 12 Φεβρουαρίου, δηλαδή πριν περίπου από ένα μήνα, έγινε στη Σόφια το 8ο συνέδριο ενός βουλγαρικού πολιτικού κόμματος με την επωνυμία «VMRO – Εθνικό Βουλγαρικό Κίνημα». Ως εδώ τίποτε το μεμπτό. Όμως, τα μέλη του συνεδρίου ενέκριναν μία Διακήρυξη, η οποία ενδιαφέρει άμεσα και τα μέγιστα εμάς τους Έλληνες.
Στην Διακήρυξη αυτή (βλ. https://vmro.bg/вмро-българия-и-македония-трябва-да-на/) καταγράφεται καταρχήν μία Δήλωση, σύμφωνα με την οποία το κόμμα αυτό: «είναι οι κληρονόμοι της αναγεννησιακής ιδέας για την απελευθέρωση και την ενοποίηση της Πατρίδας στα τρία μέρη της, την Μοισία, την Θράκη και την Μακεδονία».
Περαιτέρω, η Διακήρυξη αυτή περιλαμβάνει δεκατέσσερα σημεία, που συνιστούν προτεραιότητες της πολιτικής του κόμματος αυτού. Μεταξύ των σημείων αυτών, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το τελευταίο υπ’ αριθ. 14, που αφορά στην οπτική γωνία από την οποία βλέπει το κόμμα αυτό τη σχέση της Βουλγαρίας και των Βουλγάρων με το κράτος της Βόρειας Μακεδονίας: «Η ένταξη της Μακεδονίας περνά μέσα από την αναγνώριση της ιστορικής αλήθειας, τις βουλγαρικές ρίζες του σημερινού πληθυσμού και την προστασία των δικαιωμάτων του. Γι’ αυτό καλούμε τις κυβερνήσεις και τις πολιτικές οργανώσεις της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας και της Δημοκρατίας της Μακεδονίας να δημιουργήσουν μια ομοσπονδία μεταξύ των δύο χωρών με βάση την κοινή πολιτιστική και ιστορική μας κληρονομιά και τα κοινά γεωπολιτικά μας συμφέροντα».
Το σημείο αυτό μάς δίνει μερικά ενδιαφέροντα στοιχεία, τα οποία πρέπει να αξιολογηθούν με προσοχή.
Πρώτον, το πολιτικό αυτό κόμμα αποκαλεί τους βόρειους γείτονές μας ως «Μακεδονία» και όχι με το διεθνώς πλέον αναγνωρισμένο όνομα «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας». Η επιμονή αυτή αποτελεί σαφή ένδειξη ελλείψεως σεβασμού όχι μόνο προς το εν γένει διεθνές δίκαιο αλλά και προς τις διεθνούς χαρακτήρα ειδικές διμερείς συμβατικές υποχρεώσεις και δεσμεύσεις γειτονικών χωρών, οι οποίες όμως δεσμεύουν την παγκόσμια κοινότητα. Και αναφέρομαι στην Συμφωνία των Πρεσπών, και ειδικότερα στο άρθρο 1 πργφ. 7 αυτής, κατά το οποίο έχουν καταργηθεί και δεν χρησιμοποιούνται από της υπογραφής των ανωτέρω Συμφωνίας οι όροι «Μακεδονία», «Δημοκρατία της Μακεδονίας», «ΠΓΔ της Μακεδονίας», «ΠΓΔ Μακεδονίας», «πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» και το ακρωνύμιο «πΓΔΜ», ως προσδιοριστικοί όροι του κράτους των Σκοπίων.
Δεύτερον, το πολιτικό αυτό κόμμα θεωρεί, ότι οι κάτοικοι του κράτους της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας, όχι μόνο δεν είναι όλοι «Βορειομακεδόνες» αλλά αντιθέτως ότι είναι όλοι Βούλγαροι και συνεπώς τίθεται – κατά την άποψή του κόμματος αυτού – και ζήτημα προστασίας των δικαιωμάτων του πληθυσμού αυτού από την Βουλγαρία!!
Τρίτον, ως επακόλουθο των προλεχθέντων, το πολιτικό αυτό κόμμα θεωρεί, ότι υπάρχει «κοινή πολιτιστική και ιστορική κληρονομιά και κοινά γεωπολιτικά συμφέροντα» μεταξύ των δύο λαών. Όμως, η αποδοχή εκ μέρους αυτού του κόμματος, ότι υπάρχει κοινή πολιτιστική και ιστορική κληρονομιά μεταξύ των δύο λαών, σημαίνει αυτομάτως, ότι γίνεται δεκτό, πως δεν έχουμε ένα λαό και στα δύο κράτη αλλά δύο, που είναι φυσικά διαφορετικοί λαοί. Οπότε, αφού έχουμε δύο διαφορετικούς λαούς, πώς οι κάτοικοι του γειτονικού κράτους είναι κατά το κόμμα αυτό Βούλγαροι και άρα ένας λαός με τους Βουλγάρους; Μήπως υπάρχει αντίφαση;
Τέταρτον, το πολιτικό αυτό κόμμα θεωρεί ως αναγκαία συνέπεια των παραπάνω κοινών σημείων, την ίδρυση Ομοσπονδίας μεταξύ της Βουλγαρίας και της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας. Τούτο, κατά τις γενικές αρχές του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου, σημαίνει, ότι δημιουργείται ένα ενιαίο κράτος ως υποκείμενο του Διεθνούς Δικαίου, με μία κεντρική εξουσία και μία ιθαγένεια.
Το πρώτο καταρχήν ζήτημα, το οποίο εντοπίζεται εύκολα από τα παραπάνω, είναι κατά πόσο οι θέσεις αυτές – και βεβαίως και η υλοποίησή τους – είναι συμβατές με την ιδιότητα της Βουλγαρίας ως κράτους – μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, καθώς και με τις αντίστοιχες υποχρεώσεις που απορρέουν από την ιδιότητα αυτή.
Περαιτέρω, οι θέσεις αυτές δημιουργούν ζήτημα και ως προς τις δεσμεύσεις που το γειτονικό κράτος της Βόρειας Μακεδονίας ανέλαβε με την Συμφωνία των Πρεσπών. Ειδικότερα, μεταξύ των δεσμεύσεων συγκαταλέγονται και αυτές, που αναφέρονται:
α) στο άρθρο 7 πργφ. 1, κατά το οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη, δηλαδή τόσο η Ελλάδα όσο και η Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας, αναγνωρίζουν ότι η εκατέρωθεν αντίληψη τους ως προς τους όρους «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» αναφέρεται σε διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο και σε διαφορετική πολιτιστική κληρονομιά.
β) στο άρθρο 7 πργφ. 3, κατά το οποίο η χρήση από το δεύτερο συμβαλλόμενο μέρος (Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας) των όρων «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» συνέχονται με την επικράτεια, τη γλώσσα, τον πληθυσμό και τα χαρακτηριστικά τους του κράτους της Βόρειας Μακεδονίας, καθώς με την ιστορία, πολιτισμό και κληρονομιά του κράτους αυτού και δεν έχουν καμία σχέση με το περιεχόμενο, που το πρώτο συμβαλλόμενο μέρος (η Ελλάδα) προσδίδει στις έννοιες αυτές.
Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, ότι το κράτος της Βόρειας Μακεδονίας υποχρεούται, όταν χρησιμοποιεί τους όρους «Μακεδονία» και «Μακεδόνας», να τους συνδέει αποκλειστικώς και μόνο:
- με την δική του γλώσσα, δηλαδή την επίσημη γλώσσα του κράτους.
- την δική του επικράτεια, δηλαδή τα γεωγραφικά όρια του, όπως αυτά έχουν καθορισθεί και αναγνωρίζονται διεθνώς.
- τον δικό του πληθυσμό, δηλαδή τους πολίτες – κατοίκους του κράτους του.
- την δική του ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά, η οποία το νωρίτερο που μπορεί να υποτεθεί, ότι εμφανίσθηκε, είναι με την ίδρυση της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας το 1944. Τώρα, το αν μπορεί ένα παρελθόν 78 ετών να δικαιολογήσει γένεση και θεμελίωση ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς, αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα. Κατά την άποψη μου, η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να είναι αρνητική.
Εξ ορισμού, συνεπώς, οι επίμαχοι αυτοί όροι μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατ’ εξαίρεσιν με το συγκεκριμένο περιεχόμενο μόνο από το κράτος της Βόρειας Μακεδονίας και μόνο για αυτό το ίδιο. Άρα, για τις υπόλοιπες χώρες του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης και της Βουλγαρίας, οι όροι αυτοί – και όσοι παρεμφερείς μ’ αυτόν – έχουν το γνωστό τοις πάσι περιεχόμενο. Δηλαδή αυτό που γνωρίζει και αναγνωρίζει η Παγκόσμια Ιστορία, δηλαδή την αδιάρρηκτη σύνδεση της Μακεδονίας και των Μακεδόνων με τον Ελληνισμό.
Υπό αυτό το πρίσμα, και υπό την ισχύ της Συμφωνίας των Πρεσπών, δεν είναι λοιπόν δυνατή η ίδρυση Ομοσπονδίας κρατών από την Βουλγαρία και την Βόρεια Μακεδονία. Τουλάχιστον, συμφώνως με τους κανόνες και τις αρχές του διεθνούς δικαίου. Και εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα γινόταν κατά παράβασιν του διεθνούς δικαίου αλλά και κατά παράβασιν της Συμφωνίας των Πρεσπών. Οπότε θα ετίθετο πιθανόν και ζήτημα μη εφαρμογής της Συμφωνίας αυτής και κατ’ επέκτασιν ζήτημα ασκήσεως από το θιγόμενο συμβαλλόμενο μέρος (την Ελλάδα) των νομίμων δικαιωμάτων της.
Γι’ αυτό τον λόγο, το όλο ζήτημα θέλει προσοχή. Και προς αυτή την κατεύθυνση μας οδηγούν επιπροσθέτως και ορισμένα στοιχεία της ταυτότητας του ιδίου του πολιτικού κόμματος VMRO – Εθνικό Βουλγαρικό Κίνημα.
Από την μία πλευρά, το αρτικόλεξο του ονόματος του κόμματος VMRO (βουλγαριστί BMPO), το οποίο ευθέως παραπέμπει στο «αντίστοιχο» και «αδελφό» κόμμα VMRO-DPMNE (στην τοπική γλώσσα ВМРО-ДПМНЕ). Το οποίο με την σειρά του παραπέμπει στην Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση, δηλαδή την οργάνωση που ίδρυσαν τον Οκτώβριο του 1893 οι Βούλγαροι με «επίσημο» στόχο την αυτονόμηση της Μακεδονίας, πραγματικό δε στόχο την προσάρτηση της Μακεδονίας στην Βουλγαρία.
Από την άλλη πλευρά, κατά την επίσημη ιστοσελίδα του κόμματος (https://vmro.bg /кои-сме-ние/), τα μέλη του δεν βρίσκονται μόνο στο βουλγαρικό κράτος αλλά και στην Δημοκρατία της Μακεδονίας, γεγονός που προκαλεί το λιγότερο περιέργεια, αφού δεν υπάρχει λόγος πολίτες ενός κράτους να είναι μέλη πολιτικού κόμματος, που δραστηριοποιείται σε άλλο κράτος.
Εν κατακλείδι, το γνωστό σε όλους μας ως «Μακεδονικό» δεν έκλεισε με την Συμφωνία των Πρεσπών. Ρυθμίστηκε μεν, αλλά μάλλον ρυθμίστηκε επιφανειακώς, ενώ από κάτω απ’ ότι φαίνεται σιγοβράζει. Και λόγω ακριβώς της Συμφωνίας των Πρεσπών, το πρόβλημα πλέον εκφεύγει των ορίων του ιστορικού πλαισίου και αποκτά εις το εξής και νομική βάση και νομικές προεκτάσεις. Και δεν θα διστάσω να πω, κυρίως νομική βάση, αφού με την Συμφωνία των Πρεσπών περάσαμε από το επίπεδο της αντιπαραθέσεως στο ιστορικό πεδίο στην αντιπαράθεση στο επίπεδο της νομικής ρυθμίσεως του ζητήματος και όπως όλοι λίγο πολύ γνωρίζουμε, μία νομική ρύθμιση όταν δεν εφαρμόζεται, ή επιβάλλουμε την εφαρμογή της ή την αναθεωρούμε, τουλάχιστον.