«Αν μπορώ να μιλήσω εξομολογητικά, δεν με απασχολεί να κάνω πράγματα που θα αρέσουν στον θεατή, προτιμώ να κάνω πράγματα που θα τον αφυπνίσουν και θα τον “χτυπήσουν” εκεί που πρέπει, μήπως και κάτι αλλάξει», τονίζει σε συνέντευξή του στην Karfitsa ο σκηνοθέτης Στέλιος Βραχνής. Όπως αναφέρει ο ίδιος, «oι θεατές δεν θέλω να έρχονται στις παραστάσεις για να με υποστηρίξουν, θέλω να με επιλέγουν. Η τέχνη δεν έχει ανάγκη από ελεημοσύνες!»
Συνέντευξη στην ΕΥΗ ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΥ
Η Ομάδα Θέατρο Πρόταση έρχεται με τη «ΜΗΧΑΝΗ ΚΑΦΚΑ» σε σκηνοθεσία Στέλιου Βραχνή. Μια παράσταση βασισμένη στη σωφρονιστική αποικία του Franz Kafka. Το έργο, που προκάλεσε λιποθυμικά επεισόδια κατά τη διάρκεια της πρώτης ανάγνωσης του το 1916 στο Μόναχο, ανεβαίνει θεατρικά από την Παρασκευή 21 Απριλίου, έως 22 Μαΐου στο Ινστιτούτου Γκαίτε / Goethe-Institut Thessaloniki.
Πείτε μας λίγα λόγια για το έργο και για το τι ακριβώς θα παρακολουθήσουμε.
Το έργο αυτό είναι από τις πιο προσωπικές μου δουλειές. Με απασχόλησε παρά πολύ, ήμουν δίπλα με τον δραματουργό για μήνες και είναι ένα έργο που φτιάχτηκε βήμα προς βήμα από εμάς. Αφορά πλήρως όλα αυτά που εμμένουμε ως ομάδα το ζήτημα της ήττας, της αδικίας, το ζήτημα της λανθάνουσας απολυταρχίας. Όλο το έργο είμαι μια οξύτατη κριτική στον δυτικό πολιτισμό. Η «Μηχανη Κάφκα» είναι βασισμένη στην σωφρονιστική αποικία και είναι ένα έργο που ήθελα να το ανεβάσω το 2020 αλλά λόγω της πανδημίας δεν κατάφερε να γίνει. Φέτος όμως ξύπνησε πολύ απότομα μέσα μου και αυτό που με έκανε να το επαναφέρω στην μνήμη είναι το περιστατικό που έγινε με την υπόθεση της Πισπιρίγκου. Πριν φτάσουμε στην δίκη αυτής της γυναίκας, όλοι οι Πατρινοί μαζεύτηκαν έξω από το σπίτι της και ήταν έτοιμοι να την κάψουν, αυτό το αίσθημα της αυτοδικίας ενός λαού έτοιμο να κατασπαράξει έναν άνθρωπο αθώο ή ένοχο, πραγματικά με συντάραξε σε βαθμό κακουργήματος. Αυτό ακριβώς είναι η σωφρονιστική αποικία, μια ανάγκη για αίμα και η δίψα για σόου. Το αίσθημα ότι μας «τρέφει» η δυστυχία του διπλανού μας και εμείς βρισκόμαστε ασφαλής στα σπίτια μας και ότι συμβαίνει γίνεται έξω από αυτό και μέσα στις τηλεοράσεις μας χωρίς να μας αφορά. Το έργο «μιλάει» για δύο Ευρωπαίες που έρχονται να γίνουν επόπτες σε μια μηχανή, η οποία δολοφονεί έναν άνθρωπο επί δώδεκα ώρες και γράφουν την ποινή πάνω στην «πλάτη» του. Κάπως έτσι οι Ευρωπαίες βρίσκονται στην ασφάλεια του εξώστη, που στην προκειμένη περίπτωση είναι το ίδιο το θέατρο, παρατηρώντας τα όλα από μια απόσταση.
Υπήρξε κάτι που σας γοήτευσε και σας ώθησε στην επιλογή αυτού του έργου ;
Ο Κάφκα είναι μια πολύ προσωπική μου εμμονή, όλη του η ζωή αλλά και ο ίδιος. Έτσι αποτέλεσε μια ζωτική μου ανάγκη το ανέβασμα αυτού του έργου. Αν μπορώ να μιλήσω τελείως εξομολογητικά, δεν με απασχολεί να κάνω πράγματα που θα αρέσουν στον θεατή, προτιμώ να κάνω πράγματα που θα τον προκαλέσουν, που θα τον αναστατώσουν, θα τον αφυπνίσουν και θα τον «χτυπήσουν» εκεί που πρέπει, μήπως και κάτι αλλάξει. Αν έστω και ένας από τους θεατές γυρίσει σπίτι και πει εκεί που πρέπει και χρειάζεται ένα συγγνώμη ή αντιληφθεί βαθιά μέσα του κάποια πράγματα, αυτό αποτελεί για εμένα επιτυχία μιας παράστασης και όχι να σηκώνονται όλοι όρθιοι να χειροκροτάνε και να λένε τι ωραία που περάσαμε. Ο θεατής να έχει «τραυματιστεί» στο τέλος της παράστασης και να έχει κάτι να αφηγηθεί. Και αυτό ακριβώς είναι που προκαλεί ο Καφκα. Οι άνθρωποι που δεν πηγαίνουν να δουν τέτοιου είδους παραστάσεις είναι αυτοί που φοβούνται να δουν τις πληγές τους. Οφείλουμε ως άνθρωποι πέρα από αρεστοί να γινόμαστε και δυσάρεστοι και να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους και αυτό είναι και κάτι που οφείλει να κάνει και το θέατρο. Δεν θέλω οι θεατές να έρχονται στις παραστάσεις για να με υποστηρίξουν, θέλω να με επιλέγουν. Η τέχνη δεν έχει ανάγκη από ελεημοσύνες.
Με ποιον τρόπο κινηθήκατε σκηνοθετικά μέσα στο έργο;
Δούλεψα παρά πολύ με την προπόνηση των ηθοποιών για να μπορούν να γίνουν ομάδα εκατό τις εκατό και να με «καταργήσουν» ως σκηνοθέτη ανά πάσα ώρα και στιγμή. Επίσης μέσα στο έργο υπάρχει μια στιγμή που όποτε φτάνουμε σ αυτή πάντοτε κλαίω γιατί αποτελεί μια πολύ προσωπική μου στιγμή. Είναι όταν ο κατάδικος μιλάει ενώ δέχεται όλα αυτά τα βασανιστήρια και εκείνη την στιγμή φωτίζεται από τις Ευρωπαίες με φακούς. Είναι η στιγμή που προσπαθεί να επαναστατήσει και με ένα σφύριγμα του αξιωματικού γυρνάει πίσω στην καταδίκη του και δεν επιλέγει να φύγει αλλά να μείνει εκεί που ξέρει, στο βάσανο και στην σκλαβιά. Σκηνοθετικά δούλεψα πολύ πάνω σ’ αυτό. Οι άνθρωποι δεν πρέπει να είμαστε ελεύθεροι, πρέπει να είμαστε απελευθερωμένοι και αυτό είναι κάτι που ο κατάδικος δεν το γνωρίζει. Το να απελευθερωθεί είναι εύκολο, το να ελευθερωθεί δεν γίνεται και αυτό με «τρώει» πολύ.
Τι είναι αυτό που πρέπει να «κρατήσουν» οι θεατές από την υπόθεση του έργου και να μάθουν κάτι μέσα από αυτή;
Να αποδεχτούμε ότι είμαστε απαθείς. Έχουμε συνηθίσει τον φόβο, τον τρόμο, την τραγωδία, δεν μας ευαισθητοποιεί τίποτα και σιγά σιγά γινόμαστε «κτήνη». Γινόμαστε αλγόριθμοι μέσα από την συχνή μας τριβή με instagram, facebook, Tik Tok. Βαριόμαστε παρά πολύ, βαριόμαστε στην φιλία, στον έρωτα, στην τέχνη, ως θεατές και συνεχώς πλήττουμε. Δεν ξέρουμε ποτέ τι θελουμε και δεν μπορούμε να έχουμε πραγματικές σχέσεις ειλικρίνειας και αθωότητας. Για όλα αυτά ευθύνεται αυτή η παθητικότητα της γενιάς μας. Ίσως κάτι να αλλάξει μόνο μέσα από και «αιχμηρή αγκίδα» που κάποτε μπορεί να μας «διαπεράσει!»