Με την ρεμπέτικη λειτουργία «Τα Κατά Μάρκον» ο Τάκης Χρυσικάκος έρχεται στη Θεσσαλονίκη και στο θέατρο Αμαλία, από τις 2 έως τις 4 Δεκεμβρίου.
Ο γνωστός ηθοποιός με την συγκεκριμένη παράσταση βάζει έναν ακόμη θεατρικό μονόλογο στο – μεγάλο – βιογραφικό του. «Έχω εξασκηθεί πολύ στον μονόλογο. Ξεκίνησα πριν πολλά χρόνια με το Αμάρτημα της Μητρός μου του Βιζυηνού. Έπειτα ήρθαν και άλλα έργα μέσα από τα οποία διαπίστωσα ότι η αφήγηση έχει τρομακτική δύναμη. Πολύ μεγαλύτερη από ότι έχει το συμβατικό θέατρο, γιατί δίνει την δυνατότητα στον θεατή να δημιουργήσει ο ίδιος εικόνες.
Μια φορά είχε έρθει μια γυναίκα που είχε παρακολουθήσει έναν μονόλογο μου από ένα έργο του Παπαδιαμάντη και μου είπε ‘’πώς γίνεται να είστε στη σκηνή και να παίζετε, εγώ να είμαι στην πλατεία του θεάτρου και να μου μυρίζει η θάλασσα’’. Η αφήγηση έχει το χαρακτηριστικό ότι βάζει τον θεατή να είναι δημιουργός».
Συνέντευξη στη Φιλίππα Βλαστού
Η αλυσίδα της παράδοσης και ο ηλικιακός ρατσισμός
Η παράσταση «Τα Κατά Μάρκον» αφορά την συνάντηση δύο κορυφαίων ρεμπετών, του Μάρκου Βαμβακάρη και του Μιχάλη Γενίτσαρη και την από κοινού αφήγησή τους. «Με συγκινεί όταν βλέπω νέα παιδιά να παίζουν ρεμπέτικα τραγούδια. Είδα κάτι αντίστοιχο σε μια εκπομπή που ήμουν καλεσμένος. Χάρηκα πολύ γιατί έτσι δεν χάνεται ο κρίκος της αλυσίδας της παράδοσης. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μερίδα ατόμων που προσπαθούν να κόψουν αυτή την αλυσίδα με το πρόσχημα ότι είναι ξεπερασμένα και παλιακά. Αυτό όμως δεν γίνεται», ξεκαθαρίζει.
Ο ηθοποιός μάλιστα διαπιστώνει ότι στον χώρο του ελληνικού θεάτρου υπάρχει ηλικιακός ρατσισμός. «Πού είναι σήμερα οι μεγάλοι ηθοποιοί, άνδρες και γυναίκες; Δεν τους έχουμε γιατί τους θεωρήσανε κάποιοι εμπόδια και περιττούς λόγω ηλικίας. Υπάρχει η νοοτροπία ότι ‘’αυτό πάλιωσε, οπότε ας το πετάξουμε’’. Εμένα η τάση αυτή με κάνει καχύποπτο και αποστασιοποιημένο. Επομένως η δική μου επιλογή είναι ο μοναχικός δρόμος».
Η τέχνη «φάρμακο» της κατάθλιψης
Ο Τ. Χρυσικάκος αρκετές φορές έχει αναφερθεί στην δύσκολη εποχή που είχε πέσει στα σκοτάδια της κατάθλιψης. Εκείνη την περίοδο ένα από εκείνα τα πράγματα που τον έκαναν να νιώθει καλά ήταν η τέχνη του θεάτρου. «Πάντα βοηθάει η τέχνη σε τέτοιες καταστάσεις. Είναι γνωστό ότι μεγάλοι καλλιτέχνες βοηθηθήκαν αντίστοιχα. Μερικούς το αδιέξοδο τους οδήγησε να δημιουργήσουν μεγάλα έργα. Η τέχνη είναι μεγάλη υπόθεση και ας την θεωρεί η εξουσία της εκάστοτε πολιτείας περιττή. Ήμουν πάντα κοντά στην τέχνη. Εκείνη την περίοδο όμως την ένιωθα σαν λύτρωση. Η τέχνη σε οδηγεί στο φως και σε βοηθάει να χρωματίσεις τα σκοτάδια σου», περιέγραψε.
Η Θεσσαλονίκη του γλεντιού
Ερχόμενος στη Θεσσαλονίκη ο ηθοποιός νιώθει πως επιστρέφει σε μια πόλη που τον δένουν ισχυροί δεσμοί. «Έχω αδελφικούς φίλους στη Θεσσαλονίκη που είμαστε χρόνια φίλοι, σαν συγγενείς, οπότε έχω έντονους δεσμούς με την πόλη. Παλιά ανέβαινα ακόμη και για μια νύχτα. Είναι χαρά μου κάθε φορά που βρίσκομαι στην πόλη». Δεν παρέλειψε να αναφερθεί και σε παλαιότερα χρόνια, τότε που η Θεσσαλονίκη ήταν ο ναός της διασκέδασης. «Ειδικά την δεκαετία του 1980 μέχρι το 2020, η Θεσσαλονίκη είχε μια τεράστια εξωστρέφεια. Ο κόσμος γλένταγε, χωρίς σκοπιμότητα. Η ‘’φτωχομάνα’’ ήταν του γλεντιού.
Θυμάμαι μια φορά που έπαιζα σε μια παράσταση πήγα την πρωταγωνίστρια στο Ακρόαμα. Αν και ήταν λίγο δύσκολο άτομο παρ΄ όλα αυτά γύρισε και μου είπε ‘’πρώτη φορά στη ζωή μου περνάω τόσο καλά’’», θυμάται ο ηθοποιός. «Για μένα αυτή ήταν η Θεσσαλονίκη και αυτή κρατάω μέσα μου», καταλήγει.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ KARFITSA




