Ρεπορτάζ: Παναγιώτης Μάνης
Πώς μέσα σε λίγο καιρό η τιμή του πιο «λαϊκού» ψαριού στην Ελλάδα εκτοξεύτηκε, φτάνοντας να πωλείται σαν… τσιπούρα. Η κλιματική αλλαγή που κάνει τα ψάρια… αποδημητικά και τα εισβολικά είδη που ανταγωνίζονται τα ενδημικά, έκαναν τη σαρδέλα είδος προς εξαφάνιση.
Στην κεντρική αγορά της Θεσσαλονίκης, το Καπάνι, οι ιδιοκτήτες των ιχθυοπωλείων διαλαλούν την πραμάτεια τους με σκοπό να προσελκύσουν τους καταναλωτές. Κι ενώ μέχρι πριν από λίγο καιρό τα πρώτα ψάρια που διαφήμιζαν φωνάζοντας ήταν οι σαρδέλες, το τελευταίο διάστημα το πιο δημοφιλές και λαϊκό ψάρι της Ελλάδας έχει γίνει απλησίαστο. Ή δεν υπάρχει καθόλου στους πάγκους ή η τιμή του είναι απαγορευτική, φτάνοντας μέχρι και τα 14 ευρώ το κιλό – όσο δηλαδή και τα μεγάλα πελαγίσια ψάρια.
Μείωση στις ψαριές σαρδέλας – Εκτόξευση των τιμών
«Είναι η πρώτη φορά που έχουμε τόσο έντονο πρόβλημα. Τα προηγούμενα χρόνια τέτοια εποχή είχαμε σαρδέλες. Φέτος όμως ο πληθυσμός τους στα νερά που ψαρεύουμε, στο Θρακικό Πέλαγος και στον Στρυμονικό Κόλπο, είναι μειωμένος κατά 90%. Η τιμή, αφού υπάρχει έλλειψη, έχει εκτοξευτεί. Δεν υπάρχει σαρδέλα. Οι καταναλωτές παρακαλούν να φάνε σαρδέλες. Από εμάς, ένα κιβώτιο των 9 κιλών περίπου φεύγει στη χονδρική περίπου 90 ευρώ», λέει στην «Κ» ο Γιάννης Μανιός, έμπειρος ψαράς του Βορείου Αιγαίου και πρόεδρος των ιδιοκτητών γρι-γρι Καβάλας.
Ο κ. Γιάννης Μανιός
Ο ιδιοκτήτης ιχθυοπωλείου και πρόεδρος των επαγγελματιών του ιστορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης, Χρήστος Νικολόπουλος, υπερθεματίζει: «Κάτω από 12 με 14 ευρώ το κιλό λιανική δεν πουλάμε. Αγοράζουμε 10 με 11 ευρώ το κιλό και πολλές φορές δεν υπάρχει καν σαρδέλα για να πάρουμε. Έχουμε τεράστιο πρόβλημα», τονίζει και προσθέτει ότι μέσα σε έναν χρόνο η τιμή της σαρδέλας τριπλασιάστηκε.
«Και στη λιανική, πόσο να την πουλήσουμε; Ποιος θα αγοράσει με αυτές τις τιμές εκτός από κάποιους “φανατικούς” ηλικιωμένους ή γονείς που παίρνουν για τα παιδιά τους και μας λένε: “Εγώ θα την αγόραζα και 14 ευρώ”. Κάποτε πουλούσαμε 100 κιλά σαρδέλα, τώρα δεν φτάνουμε τα 10. Εμείς θέλουμε τα ψάρια σε τιμές προσιτές, να μπορούν να τα αγοράσουν οι καταναλωτές. Αν δεν μπορούν να αγοράσουν, τι να το κάνουμε;».
Και συμπληρώνει: «Έχει φτάσει να πωλείται πάνω από την τσιπούρα. Παλιά έβγαζαν τα γρι-γρι 1.000 και 2.000 κιβώτια κάθε βράδυ, οπότε η τιμή ήταν χαμηλή. Τώρα βγάζουν 30-40 κιβώτια. Ποιος θα πρωτοπάρει; Επειδή η ζήτηση είναι μεγάλη, τα βγάζουν σε δημοπρασία, με την τιμή να εκτοξεύεται. Έχει τύχει να αγοράσουμε και 12 ευρώ το κιλό και 13 ευρώ στη χονδρική. Ή να μην βρίσκουμε καθόλου. Φτάσαμε στο σημείο να αγοράζουμε όσο-όσο για να εξυπηρετήσουμε πελάτες με καταστήματα. Δεν μπορείς να μην έχεις σαρδέλα – είναι βασικό είδος ιχθυοπωλείου».
Ο κ. Χρήστος Νικολόπουλος
«Αποδημητικά ψάρια» λόγω υψηλών θερμοκρασιών
Οι υψηλές θερμοκρασίες των νερών στο Βόρειο Αιγαίο είναι η βασικότερη αιτία της έλλειψης σαρδέλας, καθώς τα ψάρια μεταναστεύουν προς τα νότια και σε βαθύτερα νερά, σύμφωνα με τον Ιωάννη Γιάντση, επίκουρο καθηγητή του Εργαστηρίου Ιχθυοκομίας και Αλιείας του Τμήματος Γεωπονίας του ΑΠΘ.
«Τα ψάρια υπόκεινται σε έντονο θερμικό στρες το καλοκαίρι. Στο θερμικό στρες αντιμετωπίζουν έλλειψη οξυγόνου, το οποίο μειώνεται λόγω της υψηλής θερμοκρασίας, και έτσι μετατοπίζονται σε άλλες περιοχές για να επιβιώσουν. Αναζητούν πιο βαθιά και πιο κρύα νερά, προς τα νότια, για να μπορέσουν να βρουν περισσότερο οξυγόνο και να αντιμετωπίσουν το οξειδωτικό στρες – έναν πολύ σημαντικό παράγοντα καταπόνησης και ενδεχομένως θνησιμότητας. Οπότε, ψάρια που θα ήταν πιο κοντά στην ακτή, τώρα βγαίνουν στα ανοιχτά. Γι’ αυτό υπάρχει έλλειψη στις περιοχές που ζούσαν μέχρι σήμερα», εξηγεί στην «Κ».
Ωστόσο, όπως λέει, αυτό δεν είναι η μοναδική αιτία. Τα εισβολικά είδη που έχουν φτάσει στη Μεσόγειο τα τελευταία χρόνια -ψάρια, μαλάκια και όστρακα- ξεπερνούν τα 800. Προκειμένου να επιβιώσουν, ανταγωνίζονται τα ενδημικά είδη που ζουν στις δικές μας θάλασσες.
«Προκαλούν προβλήματα στο οικοσύστημα γιατί διαταράσσουν τις ισορροπίες. Είναι νέα είδη και τα περισσότερα έρχονται από νότιες περιοχές –π.χ. από την Ερυθρά Θάλασσα– είναι πιο ανθεκτικά και έχουμε έτσι προβλήματα ανταγωνισμού και επιβίωσης με τα τοπικά είδη», εξηγεί ο κ. Γιάντσης.
Ο κ. Ιωάννης Γιάντσης
Το μπαρμπούνι της Ανατολής
Ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα εισβολικού είδους στη Μεσόγειο είναι ο λαγοκέφαλος – ένα τοξικό και επικίνδυνο ψάρι που έχει κάνει την εμφάνισή του τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, υπάρχουν κι άλλα εισβολικά είδη που δεν είναι επικίνδυνα για την υγεία μας, αλλά για την… τσέπη μας.
Όπως το «μπαρμπούνι της Ανατολής», το οποίο μοιάζει πάρα πολύ με τα μπαρμπούνια και τις κουτσομούρες του Αιγαίου, όπως αναφέρει ο Ιωάννης Γιάντσης.
«Είναι παρόμοιας βιολογίας και συμπεριφοράς, έχει έρθει προς το παρόν στο νότιο και οριακά στο κεντρικό Αιγαίο. Επειδή είναι από την Ερυθρά Θάλασσα και αντέχει σε υψηλότερες θερμοκρασίες, ανταγωνίζεται έντονα τα δικά μας ψάρια – και σε χώρο και σε τροφή. Αυτό προκαλεί προβλήματα επιβίωσης στα δικά μας είδη, το μπαρμπούνι και την κουτσομούρα».
Όσον αφορά τον καταναλωτή, έχει χαμηλότερη διατροφική και οικονομική αξία και, όπως εξηγεί, «πολλές φορές μπορεί να υπάρξει εμπορική νοθεία, γιατί εσείς, ως καταναλωτής, θα πάτε να φάτε μπαρμπούνι ή κουτσομούρα και δε θα παρατηρήσετε ότι δεν τρώτε ούτε μπαρμπούνι ελληνικό ούτε κουτσομούρα, γιατί δεν μπορείτε να το καταλάβετε σε ένα τηγανητό ψάρι – ότι είναι λίγο διαφορετικό. Δεν έχει κάποιο πρόβλημα τοξικότητας, αλλά είναι πολύ πιο φθηνό. Θα έπρεπε κανονικά να πωλείται πολύ φθηνότερα. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, γιατί μπορεί να μην το καταλαβαίνουν ούτε οι καταστηματάρχες».