Για τέταρτη φορά, η Λεωφόρος Νίκης πεζοδρομήθηκε. Την προηγούμενη Κυριακή (6/04), για μερικές ώρες, από τις 11:00 έως 17:00, ο όμορφος παραλιακός δρόμος της Θεσσαλονίκης δόθηκε ελεύθερα στους κατοίκους, προσφέροντας μια ανάσα ξεγνοιασιάς σε όσους ήθελαν να απολαύσουν τη διαδρομή δίπλα στη θάλασσα, απαλλαγμένοι από την ηχορύπανση και την κίνηση.
Ρεπορτάζ: Φιλίππα Βλαστού
Με την περιοδική πεζοδρόμηση της Λ. Νίκης δεν είναι λίγοι εκείνοι που γοητεύονται από την ιδέα ότι αυτός ο δρόμος θα μπορούσε να ανήκε μόνιμα στους πεζούς. Ωστόσο, οι ειδικοί παρουσιάζουν περιορισμούς και προβληματισμούς, που πρέπει να ληφθούν υπόψη, σε μια τέτοια προοπτική. Το μόνιμο κλείσιμο της Λ. Νίκης, μιας από τις βασικές εισόδους της πόλης από τα δυτικά, θα επιβάρυνε με κυκλοφοριακό φόρτο τους υπόλοιπους δρόμους του κέντρου.
«Η μόνιμη πεζοδρόμηση της Λεωφόρου Νίκης δεν πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα επί του παρόντος. Η πεζοδρόμηση μιας από τις βασικές εισόδους της πόλης από τα Δυτικά απαιτεί κατάλληλη προετοιμασία σε επίπεδο διαχείρισης της κυκλοφορίας και της σηματοδότησης στο σύνολο του κέντρου.
Η εκτροπή της κυκλοφορίας με κατεύθυνση από τα δυτικά προς τα ανατολικά στις οδούς Εγνατία και Μητροπόλεως θα επιβαρύνει τους δρόμους που είναι ήδη βεβαρημένοι από διαμπερή κυκλοφορία και λόγω αυτού οι άξονες θα διασπούσαν τον αστικό ιστό σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι το κάνει για παράδειγμα η Εγνατία σήμερα δημιουργώντας και συνθήκες επικινδυνότητας για την κίνηση και την διάσχιση των πεζών», εξηγεί μιλώντας στην Karfitsa η Αναπληρώτρια Διευθύντρια του ΙΜΕΤ/ΕΚΕΤΑ, Δρ Γεωργία Αϋφαντοπούλου.
Τι προβλέπει το Σχέδιο Βιώσιμης Κινητικότητας
Άλλωστε, σύμφωνα με το Σχέδιο Βιώσιμης Κινητικότητας (ΣΒΑΚ) της Θεσσαλονίκης η Λ. Νίκης δεν προβλέπεται ως πεζόδρομος, αλλά ως δρόμος ήπιας κυκλοφορίας. «Το ΣΒΑΚ μιλάει για πεζοδρομήσεις βασικών αρτηριών και στρατηγική υλοποίηση τους σε φάσεις για τη μείωση της πρόσβασης των αυτοκινήτων στο κέντρο. Οι προτάσεις του στηρίζονται σε δεδομένα και εργαλεία αξιολόγησης των επιπτώσεων από πολλαπλά σενάρια κυκλοφοριακών ρυθμίσεων στη πόλη, τα οποία εξετάστηκαν», σημειώνει η ίδια.
«Το ΣΒΑΚ της Θεσσαλονίκης δεν μιλά για πεζοδρόμηση της Λ. Νίκης αλλά για μείωση εισόδου των ΙΧ στην Τσιμισκή. Η Λ. Νίκης προτείνεται ως οδός με ήπια κυκλοφορία και δύο λωρίδες κίνησης. Για το λόγο αυτό αναπτύχθηκε το ξύλινο deck, ώστε να αποκαταστήσει και την έλλειψη του δημόσιου χώρου» λέει και διερωτάται «γιατί λοιπόν να αναρωτιόμαστε αν πρέπει να πεζοδρομήσουμε τη Λ. Νίκης, τη στιγμή που η πόλη ήδη επενδύει στη δημιουργία καλύτερων συνθηκών για πεζούς και ποδηλάτες, με την κατασκευή του deck κατά μήκος του θαλάσσιου μετώπου στην οδό αυτή, διαμορφώνοντας έναν ενιαίο χώρο περιπάτου και ποδηλατοδρόμου;».
Μάλιστα, η κα Αϋφαντόγλου επισημαίνει την ανάγκη να διαπλατυνθεί το πεζοδρόμιο της Λ. Νίκης από την πλευρά των κτιρίων και να μείνουν μόνο δύο λειτουργικές λωρίδες που με χαμηλή ταχύτητα θα διεκπεραιώνουν την κίνηση. «Πλέον τα τραπεζοκαθίσματα έχουν καταλάβει μεγάλο μέρος από το πεζοδρόμιο οπότε όσο δημόσιο χώρο από την οδό (πλάτος λωρίδων και λωρίδες) μειώσουμε πρέπει να αποδοθεί στην αύξηση πλάτους του συγκεκριμένου πεζοδρομίου για να μπορούν να περπατούν άνετα και με ασφάλεια οι πεζοί».
Η Τσιμισκή ασφυκτιά
Και ενώ η περιοδική πεζοδρόμηση της Λ. Νίκης στρέφει το ενδιαφέρον των κατοίκων προς τα εκεί, την ίδια ώρα, μερικά μέτρα πιο πάνω η οδός Τσιμισκή ασφυκτιά.
Ο «πνεύμονας» της εμπορικής κίνησης της πόλης μετατρέπεται σταδιακά σε έναν άξονα όπου τα αυτοκίνητα κυριαρχούν, αφήνοντας τους πεζούς να περιμένουν ατελείωτα στις διαβάσεις. Ιδίως τις ώρες αιχμής, η Τσιμισκή κατακλύζεται από ακινητοποιημένα οχήματα, κόρνες και βιασύνη των πεζών να προλάβουν να περάσουν από τις διαβάσεις.
«Στην Τσιμισκή οι ροές των πεζών μεγαλώνουν συστηματικά. Τα οχήματα έχουν αυξηθεί πολύ και ο αγώνας για την επιβολή της απαγόρευσης της στάσης και στάθμευσης είναι συνεχής», αναφέρει η κα Αϋφαντοπούλου.
Επισημαίνει, δε, ότι στην Τσιμισκή συγκεντρώνονται εδώ και χρόνια τα χαρακτηριστικά που συνάδουν με μια αναδιάταξη της οδού, με τη μείωση του χώρου κατά μήκος της που να παρέχεται στα αυτοκίνητα, την μετατροπή της σε οδό που επικρατεί η χρήση μέσων δημόσιας χρήσης, ηλεκτρικών μέσων φορτοεκφορτώσεις και μέσων βιώσιμης κινητικότητας.
«Η σταδιακή μείωση των οχημάτων που εισέρχονται στο κέντρο, ώστε να προσομοιάσει των άλλων ευρωπαϊκών πόλεων, πρέπει να εξεταστεί σοβαρά τώρα, καθώς είναι το μόνο βιώσιμο μέτρο», υπογραμμίζει η ίδια.