Ένας χρόνος συμπληρώνεται από την ημέρα που η μοιραία αμαξοστοιχία Intercity 62 συγκρούστηκε με εμπορική αμαξοστοιχία στα Τέμπη, στερώντας τη ζωή 57 επιβατών και δημιουργώντας μια ανοιχτή «πληγή» στην ελληνική κοινωνία. Στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης η μνήμη για τους φοιτητές – θύματα της τραγωδίας δεν έσβησε ποτέ.
Ρεπορτάζ: Ελίνα Τουκουσμπαλίδου
Παιδιά ηλικίας 20 χρόνων περίπου, μελλοντικοί επιστήμονες που θα άνοιγαν τα φτερά τους και θα προσέφεραν ο καθένας στο πεδίο τους, δεν έφτασαν ποτέ στον προορισμό τους. Δεν έφτασαν στη φοιτητούπολή τους, δεν κάθισαν στα έδρανα, δεν αντίκρισαν ποτέ ξανά τους συμφοιτητές τους. Η γενιά των Τεμπών αναγκάστηκε να ωριμάσει απότομα μέσα ένα κύμα οργής και πόνου που πλημμύρισε την ελληνική κοινωνία. Τις επόμενες ημέρες μετά από το δυστύχημα, οι φοιτητές συμμετείχαν σε διαμαρτυρίες, έκαναν δράσεις μνήμης, άφησαν λουλούδια και κεριά, έκλαψαν. Μπορεί να λέγεται συχνά πως αν ένα θέμα πάψει να βρίσκεται στην επικαιρότητα, ξεχνιέται, αλλά η πολύνεκρη τραγωδία των Τεμπών αποδεικνύει το ακριβώς αντίθετο.
«Δεν έχει ξεχαστεί. Έχει μείνει ανεξίτηλο στη μνήμη μας. Είναι κάτι που έχει στιγματίσει τη γενιά μας. Ήταν πραγματικά πολύ κοντά σε όλους. Και υπήρξε προσπάθεια από όλους να φέρουν μια αλλαγή», αναφέρει στην Karfitsa ο φοιτητής Πληροφορικής και μέλος του ΔΣ του τμήματός του, Λάμπρος Παπανικόπουλος.
Μιλώντας για τις ημέρες εκείνες, τονίζει το σοκ και το θυμό που επικρατούσε στους φοιτητές, οι οποίοι έχασαν τους δικούς τους ανθρώπους, φίλους, συγγενείς και συμφοιτητές.
«Κανείς δεν πίστευε ότι συνέβη αυτό πραγματικά. Ήταν σοκαριστικό. Το πρωί που είχα πάει στη σχολή κανείς δεν μιλούσε. Ήταν ανατριχιαστικό. Μετέπειτα όλο αυτό μετατράπηκε σε ένα μεγάλο κύμα οργής. Έβγαιναν στους δρόμους χιλιάδες άτομα και απαιτούσαν μια αλλαγή. Βγήκαν στην επιφάνεια συναισθήματα που δεν είχε βιώσει ξανά πολύς κόσμος. Σε αυτό το τρένο θα μπορούσε να βρίσκεται ο καθένας μας. Οι γονείς μου ένιωθαν για παράδειγμα ότι εκεί μέσα ήταν το παιδί τους. Και έτσι ένιωθε όλη η κοινωνία», συμπληρώνει.
Μέχρι σήμερα υπάρχει μεγάλη δυσπιστία για τα τρένα στην Ελλάδα και πολλοί συμφοιτητές του έπαψαν έκτοτε να χρησιμοποιούν αυτό το μέσο για τις μετακινήσεις τους, εξηγεί ο φοιτητής.
Η ακαδημαϊκή κοινότητα του ΑΠΘ πένθησε και εξακολουθεί να θυμάται και να τιμά τους νεκρούς της. «Είναι ένα γεγονός που δεν έχει ξεχαστεί. Η μνήμη τέτοιων εγκλημάτων δεν είναι απλά μια υποχρέωση σε αυτούς που χάθηκαν ή στα θύματα και σε όσους -ες εν γένει υπέστησαν φυσικά ή ψυχολογικά τραύματα, αλλά είναι και μια υποχρέωση απέναντι στο μέλλον της ελληνικής κοινωνίας, προκειμένου να αποδοθούν οι ευθύνες εκεί που πρέπει. Απώτερος σκοπός δεν είναι η τιμωρία, αλλά η πρόληψη και η αποφυγή ανάλογων τραγικών γεγονότων», τονίζει μιλώντας στην Karfitsa ο καθηγητής του τμήματος Οικονομικών Επιστημών και μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης του ΑΠΘ, Γρηγόρης Ζαρωτιάδης.
Και προσθέτει: «Πέρα από το τραγικό της απώλειας ζωών νέων ανθρώπων, είναι η ίδια η συγκυρία, το γεγονός ότι το ταξίδι αυτό για τους περισσότερους επιβαίνοντες συνδεόταν με την προσπάθειά τους να ανταποκριθούν στα όνειρά τους, στη συνέχιση των σπουδών τους, σε μια περίοδο που συνδυάζονταν με διακοπές. Όλα αυτά φορτίζουν συναισθηματικά και φουντώνουν τον δίκαιο θυμό των οικογενειών, όλων όσων υπέστησαν αυτές τις αβάσταχτες απώλειες».
Κάνοντας λόγο για έγκλημα, ο κ. Ζαρωτιάδης υπογραμμίζει ότι το συγκεκριμένο γεγονός αναδεικνύει την επιτακτική ανάγκη για αξιόπιστα και επαρκή δημόσια αγαθά προς τους πολίτες.
Ειδικότερα: «Η απόδοση της δικαιοσύνης είναι κάτι που όλες και όλοι απαιτούμε. Από εκεί και πέρα θα περίμενα το ελληνικό κράτος να προτεραιοποιεί σωστά τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας και να ανταποκρίνεται σε αυτές. Τα μέσα σταθερής τροχιάς και η ασφάλεια αυτών είναι βασικό συστατικό της περιφερειακής, ισόρροπης και βιώσιμης ανάπτυξης. Η επαρκής εξυπηρέτηση των δημοσίων αγαθών είναι βασική ευθύνη της όποιας ευνομούμενης πολιτείας. Η απόδοση των ευθυνών σε αντίστοιχες περιπτώσεις επίσης».