Ρεπορτάζ: Βασίλης Παπαναστασούλης
Συνολική ποινή κάθειρξης 10 ετών και 10 μηνών επέβαλε το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης σ’ έναν άνδρα ο οποίος φέρεται πως χτύπησε και κακοποίησε σεξουαλικά, με την απειλή μαχαιριού, την κόρη της συζύγου του. Κρίθηκε ένοχος για βιασμό, για παράνομη οπλοφορία, για ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη και για ενδοοικογενειακή απειλή ενώ αθωώθηκε για οπλοχρησία.
Το δικαστήριο του αναγνώρισε ελαφρυντικό αλλά δεν δέχτηκε η έφεση του να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα στην εκτέλεση της ποινής. Έτσι, ο καταδικασθείς επέστρεψε στις φυλακές Γρεβενών όπου κρατείτο με διάταξη της ανακρίτριας, μετά την απολογία του. Ενώπιον των τακτικών δικαστών και των ενόρκων, για άλλη μια φορά, αρνήθηκε τις κατηγορίες που του αποδίδονται.
Οι πράξεις φέρονται πως τελέστηκαν στη Θεσσαλονίκη, τις πρώτες πρωινές ώρες της 12ης Αυγούστου 2024, με θύμα μια νεαρή γυναίκα, η οποία υπέβαλε σχετική καταγγελία στο Αστυνομικό Τμήμα Λευκού Πύργου. Άμεσα σχηματίστηκε ποινική δικογραφία, ενώ από την Εισαγγελία Πρωτοδικών διατάχθηκε προκαταρκτική εξέταση και ακολούθησε κύρια ανάκριση.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, στις 11 Αυγούστου 2024 και περί ώρα 22:00, στο διαμέρισμα όπου διέμενε ο κατηγορούμενος με τη σύζυγό του και την κόρη τους, φιλοξενείτο επίσης η (παθούσα) θετή κόρη του, δηλαδή η κόρη της συζύγου του από προηγούμενο γάμο, μαζί με τον ανήλικο γιο της. Ο κατηγορούμενος φέρεται να έκανε χρήση ναρκωτικών ουσιών σε συνδυασμό με κατανάλωση αλκοόλ.
Με απειλή μαχαιριού
Περίπου μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα, ο κατηγορούμενος εισήλθε στο υπνοδωμάτιο όπου κοιμόταν μόνη της η παθούσα και ξάπλωσε δίπλα της. Όταν εκείνη αντιλήφθηκε την παρουσία του και αντέδρασε, της έκλεισε το στόμα με το χέρι και άρχισε να τη χαϊδεύει. Παρότι προσπάθησε να αντισταθεί, δεν κατάφερε να τον απομακρύνει, καθώς εκείνος κρατούσε μαχαίρι, το οποίο τοποθέτησε στον λαιμό της, εξαναγκάζοντάς την να ανεχθεί σεξουαλικές πράξεις εις βάρος της.
Αμέσως μετά, η παθούσα διαμαρτυρήθηκε και τον απείλησε ότι θα τον καταγγείλει στις Αρχές. Ο κατηγορούμενος, σε κατάσταση εκνευρισμού, την άρπαξε από τον λαιμό και πρόταξε ξανά το μαχαίρι. Στη συνέχεια, την κλείδωσε στο δωμάτιο, ωστόσο η γυναίκα κατάφερε να διαφύγει μέσω του εξώστη, να πάρει τον ανήλικο γιο της από το παιδικό δωμάτιο και να κατευθυνθεί στον κύριο χώρο του διαμερίσματος, όπου βρίσκονταν η μητέρα της και ο κατηγορούμενος.
Δεύτερη επίθεση και την έδιωξε κι από το σπίτι
Εκεί, η παθούσα αποκάλυψε στη μητέρα της όσα είχαν συμβεί. Η μητέρα της, ωστόσο, επιχείρησε να δικαιολογήσει τον σύζυγό της, αποδίδοντας τη συμπεριφορά του στη χρήση ναρκωτικών. Ο κατηγορούμενος, επιπλέον, φέρεται να επιτέθηκε ξανά στην παθούσα, χτυπώντας την στο πρόσωπο, και στη συνέχεια την εξανάγκασε να αποχωρήσει από το σπίτι. Έτσι, η γυναίκα διανυκτέρευσε μαζί με το παιδί της σε οικία συγγενικού της προσώπου.
Την ίδια ημέρα, υπέβαλε έγκληση εις βάρος του κατηγορούμενου, περιγράφοντας με σαφήνεια και λεπτομέρειες τα περιστατικά. Ειδικός πραγματογνώμονας διαπίστωσε ότι η παθούσα διέθετε πλήρη ψυχοδιανοητική ικανότητα να αντιληφθεί και να ασκήσει τα δικαιώματά της, γεγονός που συνέβαλε στο να κριθούν οι καταθέσεις της αξιόπιστες. Κατά την ιατρική της εξέταση επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη σωματικής βλάβης στο πρόσωπό της, ενώ η εργαστηριακή εξέταση δεν εντόπισε βιολογικά υγρά του κατηγορούμενου στο σώμα της· στοιχείο που, σύμφωνα με το δικαστικό συμβούλιο, δεν αναιρεί την αξιοπιστία των καταγγελιών της.
Αρνήθηκε τις κατηγορίες
Από την πλευρά του, ο κατηγορούμενος αρνήθηκε τις κατηγορίες τόσο στην προανάκριση όσο και ενώπιον της ανακρίτριας. Ισχυρίστηκε ότι η παθούσα κατασκεύασε τις κατηγορίες για να τον πιέσει να αποσύρει έγκληση που ο ίδιος είχε υποβάλει κατά τριών συγγενών της, οι οποίοι φέρεται να τον είχαν χτυπήσει. Επιπλέον, προέβαλε άλλοθι, υποστηρίζοντας ότι την επίμαχη ημέρα νοσηλευόταν στο «Ιπποκράτειο» Νοσοκομείο λόγω τραυματισμού από το παραπάνω περιστατικό. Ωστόσο, από τα ιατρικά έγγραφα που προσκόμισε, προέκυψε ότι είχε πάρει εξιτήριο σχεδόν ένα μήνα πριν από το γεγονός.
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης έκρινε ότι η σωματική βλάβη που υπέστη η παθούσα συνιστά «ενδοοικογενειακή βία», καθώς ο κατηγορούμενος είναι σύζυγος της βιολογικής μητέρας της και υπάρχει εξ αγχιστείας συγγένεια. Παράλληλα, του αποδόθηκε και η πράξη της ενδοοικογενειακής απειλής.