Δέσπω Πύρτσιου στην «Κ»: Το χιούμορ μας κάνει να αισθανόμαστε ότι δεν είμαστε μόνοι!
Η θεατρική παράσταση «Το να έχεις φτερά και να μην μπορείς να πετάξεις/με σιχάθηκα» μοιράζεται με το κοινό το υπαρξιακό κενό και την αβάσταχτη μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου, τον συμβιβασμό με τα «πρέπει» της κοινωνίας και για την απάθεια και την αδράνεια απέναντι σε όσα συμβαίνουν. Έρχεται για 3 τελευταίες παραστάσεις στις 21,22 και 23 Μαρτίου στο θέατρο Τ.
Η σκηνοθέτρια Δέσπω Πύρτσιου μίλησε στην «Κ» για τα «πρέπει της κοινωνίας όπως και για τη συνύπαρξη χιούμορ και δράματος.
Ποια είναι η «Μαιρούλα» και τι θέλει να δείξει στο κοινό;
Αν μπορούσα να περιγράψω τη Μαιρούλα ως κάτι, δεν θα ξεκινούσα σίγουρα από τον εαυτό της. Δεν είναι ένα πρόσωπο η Μαιρούλα, αλλά μία στάση ζωής για την ίδια την ηρωίδα. Ένα όνομα που δεν εμπεριέχει ταυτότητα, αλλά φράσεις και απόψεις που καθορίζουν και δημιουργούν το δραματικό πρόσωπο επί σκηνής. Επομένως, για να είμαι ακριβής, η ηρωίδα της παράστασης, έχει μία φιλοσοφία ζωής που ονομάζει η ίδια ως: «Μαιρούλα». Μάλιστα, τοποθετεί και τελίτσες ανάμεσα στα γράμματα, επομένως κάθε γράμμα να εμπεριέχει και μία άλλη λέξη. Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α. Επί σκηνής, αποκαλύπτει σταδιακά αυτή τη στάση ζωής, την οπτική της για το πως έφτασε εδώ που έφτασε και την κατάσταση που βρίσκεται. Σε μία κατάσταση απάθειας, μα και νοσταλγίας για να ζήσει κάτι βαθύτερο από τη μετριότητα που ζει, η ηρωίδα του έργου, φαντάζεται και περνά από τις προσωπικές της εμπειρίες, με χιούμορ και και απαισιοδοξία, στην ουσία της ύπαρξης (κατά την ίδια) με τα τραύματα, τα γνωμικά του «σοφού λαού» και τις κοινότυπες φράσεις που ακούει, μιλώντας μ’ έναν σχεδόν παραληρηματικό λόγο στο κοινό.
Η παράσταση συμβιβάζεται με τα «πρέπει» της κοινωνίας ή θέλει να προβάλει κάτι άλλο;
Η παράσταση, σε αρκετά σημεία, εμφανίζει όλα αυτά τα «πρέπει» της κοινωνίας η οποία διαμορφώνει τη συνείδηση των ατόμων που την απαρτίζουν, αλλά με έναν τρόπο κοροϊδεύοντάς τα. Η ηρωίδα του έργου θέλοντας να ξορκίσει τον συμβιβασμό της στα «πρέπει» που της επέβαλε αυτή η στάση ζωής που ακολούθησε, μπαίνει στη διαδικασία να κοιτάξει από μία απόσταση τον εαυτό της και να του βγάλει τη γλώσσα. Δεν αντέχει τον συμβιβασμό στα πράγματα, αναρωτιέται συχνά γιατί έφτασε σε αυτό το σημείο και ποιο μπορεί να είναι το επόμενο βήμα. Αν υπάρχει κάτι καλό, πέρα απ’ αυτά που «έχει η ζωή». Καθισμένη λοιπόν στον καναπέ της, περιμένει να της συμβεί κάτι άλλο, κάτι που θα εκπλαγεί και με έναν τρόπο θα την κάνει να αλλάξει αυτό που ζει, χωρίς όμως η ίδια να το επιδιώκει. Κόντρα σε μία κοινωνία που θέλει διαρκώς να κυνηγάς και να προσπαθείς για να καταφέρεις πράγματα και στόχους στη ζωή, η ίδια αντιστέκεται στους ρυθμούς της με την απραγία της. Ίσως να αντιστέκεται η ίδια και στον χρόνο που τρέχει, υπενθυμίζοντας την αξία που έχει πλέον στη ζωή μας .

Μπορούν να συνυπάρξουν δράμα και μαύρο χιούμορ;
Δεν είναι λίγες οι φορές που σε τραγικές καταστάσεις στη ζωή, το χιούμορ μάς κάνει να αισθανόμαστε ότι δεν είμαστε μόνοι. Ειδικά όταν παρέλθει ο χρόνος από αυτές τις τραγικές καταστάσεις, τότε με την ασφαλή απόστασή μας, καταφεύγουμε στο χιούμορ διακωμωδώντας τες. «Βρε, θα τα βλέπουμε αυτά μετά από χρόνια και θα γελάμε!», έτσι δεν λέμε; Εγώ τουλάχιστον το έχω ακούσει. Και τώρα που το σκέφτομαι, το έχω πει ως παρηγοριά, μάλιστα πολλές φορές . Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν πράγματα στη ζωή που δεν αντιμετωπίζεται τραγικά, απλώς πιστεύω ότι το χιούμορ είναι καταφύγιο. Μία σανίδα σωτηρίας για να πάρεις μία απόσταση και μία ανάσα και να πεις: «συνεχίζουμε». Τώρα επί σκηνής αυτό είναι το ιδανικό. Η ισορροπία ανάμεσα στο δράμα και το χιούμορ μέσα από αυτό, είναι ο άξονας που ακολουθεί μία παράσταση. Στην προκειμένη περίπτωση στη δική μας παράσταση, ήταν και το μεγάλο μας στοίχημα αυτή η ισορροπία της συνύπαρξης χιούμορ με την κατάσταση της μαυρίλας που βιώνει η ηρωίδα.
Τι είναι αυτό που ξεχωρίζεις σε αυτή την παράσταση ανάμεσα στους διαλόγους των ηθοποιών και την κατάσταση του σήμερα;
Πιστεύω πως η κατάσταση της ματαιότητας και ο παραλογισμός της καθημερινότητας που εμφανίζονται ως θεματικοί άξονες του έργου λειτουργούν, ειδικά σήμερα ως καθρέφτης της κοινωνίας που ζούμε. Το έργο της Λ. Κιτσοπούλου γραμμένο σε μία εποχή προ κρίσης, για μία Ελλάδα του 2009, εκφράζει σε πολλά σημεία την κρίση ταυτότητας που έχουμε, την έλλειψη σκοπού και ονείρων για το μέλλον και ως μηχανισμό άμυνας για όλη αυτή την κατάσταση έχουμε έναν μόνιμο θυμό, μία οργή που δεν σβήνει. Δεν πιστεύω πως αυτά τα στοιχεία στον λόγο του κειμένου απέχουν από το σήμερα. Στην κατάσταση που βρίσκεται η γυναίκα στην παράσταση, χρησιμοποιεί ειρωνικά κάποιους διαλόγους που ακούει πολύ συχνά για να καταδείξει την έλλειψη ειλικρίνιας, την καταπίεση των επιθυμιών του ανθρώπου και εν τέλει να εκφράσει τη μάταιη διαρκή προσπάθεια για να βγει από αυτό το υπαρξιακό αδιέξοδο. Μάταιη; Ίσως ναι, αλλά και όχι.

Υπάρχει ατάκα που να ξεχωρίζει πιο πολύ από κάποιες άλλες;
«Μπορούν να περάσουν ωραία τα χρόνια σας, πολύ ωραία και ούτε που θα το καταλάβετε πως πέρασαν, τόσο ωραία». Δεν ξέρω αν ξεχωρίζει αυτή η φράση, ίσως επιδρά διαφορετικά στον κάθε θεατή, αλλά για μένα είναι ξεχωριστή γιατί εκφράζει προσωπικές μου σκέψεις και συζητήσεις που έχω κάνει με δικά μου άτομα για το πως εν τέλει αντιλαμβανόμαστε τον χρόνο. Είναι και η ηρωίδα που το εκφράζει σε σημείο της παράστασης, όπου σκέφτεται διάφορες μικρές στιγμές της καθημερινότητας για τις οποίες νιώθεις κάτι εσωτερικά. Μία ομορφιά, μία εικόνα που σε κάνει να ξεφύγεις και να την κρατήσεις ως αισιόδοξη σκέψη για να συνεχίσεις να ελπίζεις. Γι’ αυτό την ξεχωρίζω.
Info παράστασης:
Χώρος: Θέατρο Τ, Αλεξάνδρου Φλέμινγκ 16, Θεσσαλονίκη
Τελευταίες παραστάσεις: Παρασκευή 21 Μαρτίου στις 21:30, Σάββατο 22 Μαρτίου στις 21:30 και Κυριακή 23 Μαρτίου στις 20:00
Διάρκεια παράστασης: 75 λεπτά
Τιμές εισιτηρίων: 12€ Κανονικό | 10€ Μειωμένο (ΑμεΑ, φοιτητών, ανέργων, πολυτέκνων)