fbpx

, Παρασκευή
26 Ιουλίου 2024

search icon search icon

Λαδάδικα: Η αγορά του λιμανιού της Θεσσαλονίκης

Ο Νίκος Καλογήρου, Ομότιμος καθηγητής αρχιτεκτονικού και αστικού σχεδιασμού ΑΠΘ, γράφει για τα Λαδάδικα στην στήλη της free press Karfitsa, Streets of SKG.

Με την ονομασία «Λαδάδικα» είναι γνωστό σήμερα ένα τμήμα της αγοράς του λιμανιού της Θεσσαλονίκης. Ήταν πάντοτε ένα από τα πιο ζωντανά σημεία της πόλης εξ αιτίας της άμεσης γειτνίασης με τις λιμενικές εγκαταστάσεις. Η περιοχή, το μόνο αρχικά εκτός τειχών μέρος της πόλης ως τα μέσα του 19ου αιώνα, συνιστά οργανικό κομμάτι του ιστορικού εμπορικού κέντρου της σύγχρονης Θεσσαλονίκης και δέχεται ποικίλες πιέσεις από την επέκταση και την αλλαγή των λειτουργιών του.

Τα Λαδάδικα αποτελούν διακεκριμένη ενότητα τόσο λειτουργικά, με την ύπαρξη ειδικών χρήσεων, όσο και μορφολογικά, επειδή διατηρούν, σε μεγάλο βαθμό, τα χαρακτηριστικά της αρχικής πολεοδομικής και αρχιτεκτονικής συγκρότησης τους.

Τον 19ο αιώνα, η αγορά του λιμανιού γνώρισε διάφορες φάσεις ανάπτυξης, προσαρμοζόμενη στις ανάγκες που προέκυπταν από την αύξηση του εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου της πόλης. Ο χώρος του βυζαντινού λιμανιού, που επιχωματώθηκε από τα πρώτα χρόνια της οθωμανικής περιόδου, διέθετε συγκριτικά πλεονεκτήματα για τη χωροθέτηση των οικονομικών δραστηριοτήτων του χονδρεμπορίου. Σε άμεση επαφή με τον Θερμαϊκό κόλπο, που ήταν τότε διαχωρισμένος από την πόλη με το θαλάσσιο τείχος, η περιοχή έγινε ο φυσικός τόπος για τις εμπορικές θαλάσσιες δραστηριότητες.

Η αναγνώριση της εξέλιξης της περιοχής βασίζεται σε έρευνες του ΑΠΘ και στις πληροφορίες που μας παρέχουν κείμενα και εικονογραφικά ντοκουμέντα σε αρχεία και βιβλιοθήκες (Α. Γερόλυμπου, Ν. Καλογήρου, Κ. Τρακοσοπούλου, Β. Χαστάογλου, 1990, 1992, 1995). Στο προάστιο της αποβάθρας αναπτύχθηκαν διακεκριμένες ενότητες δραστηριοτήτων. Διακρινόταν η Αιγυπτιακή Αγορά (Μισίρ Τσαρσί) της οποίας το όνομα επιβιώνει στη σημερινή οδό Αιγύπτου, έξω από την πύλη της αποβάθρας, παράλληλα στο δυτικό τείχος. Η αγορά αυτή έπαιξε σημαντικό ρόλο στην οικονομική ζωή της πόλης, αποτελώντας το κέντρο εμπορίου των φαρμακευτικών και αρωματικών προϊόντων. Δυτικότερα βρισκόταν η περιοχή Ιστιρά, όπου διεξαγόταν το εμπόριο των σιτηρών που αποτελούσε κρατικό μονοπώλιο, με τη μέθοδο του Istira (φόρος σε είδος). Επίκεντρο της αγοράς αυτής ήταν η οδός Πωλητών Δημητριακών. Στο βορειοδυτικό τμήμα του επιχωματωμένου βυζαντινού λιμανιού ήταν αρχικά η περιοχή των βυρσοδεψείων, δραστηριότητα που συρρικνώθηκε σταδιακά και μεταφέρθηκε δυτικότερα, προς το Μπέχτσιναρ.

Μετά το 1845 άρχισε η έντονη οικοδομική δραστηριότητα. Δύο πυρκαγιές, του 1854 και του 1856, κατέστρεψαν καταστήματα στο Μισίρ Τσαρσί, αποθήκες δημητριακών, ξυλείας, βυρσοδεψεία και το τελωνείο που βρισκόταν, τότε, δίπλα στην πύλη της αποβάθρας (κοντά στη σημερινή πλατεία Εμπορίου). Μετά το 1856 πραγματοποιήθηκε η ανοικοδόμηση με νέο εξορθολογισμένο σχέδιο που εγκρίθηκε από την Υψηλή Πύλη. Εφαρμόστηκε το γενικότερο πλαίσιο που θεσπίσθηκε με τον Οικοδομικό Κανονισμό του 1848, ως προς τις κατασκευαστικές μεθόδους για να μειωθεί ο κίνδυνος καταστροφής των κτιρίων από πυρκαγιά.

Η μορφή της περιοχής, όπως αναδιαμορφώθηκε, διασώθηκε στο τοπογραφικό σχέδιο του 1879 (Αρχείο Δήμου Θεσσαλονίκης). Περιλαμβανόταν νέα επέκταση με ορθογωνικό κάνναβο και επιχωμάτωση της παραλίας, όπου κατασκευάστηκαν νέες τελωνειακές εγκαταστάσεις το 1875. Ο οθωμανικός εκσυγχρονισμός ολοκληρώθηκε με την τελική επέκταση της προκυμαίας κατά 170 μ., που άρχισε το 1899 και δημιούργησε τον πυρήνα του σημερινού λιμανιού με τη δημιουργία δύο προβλητών και τον τεχνητό λιμενοβραχίονα.

Η πυρκαγιά του 1917, που κατέστρεψε ένα μικρό τμήμα στο ανατολικό και παραλιακό μέρος της περιοχής, έδωσε την ευκαιρία για την έναρξη της νεότερης φάσης εκσυγχρονισμού. Το αρχικό σχέδιο του Εμπράρ (1918), αντιμετώπιζε την περιοχή ως τμήμα του νέου επιχειρηματικού κέντρου και η οργάνωσή της ακολουθούσε απόλυτα το πνεύμα του ευρύτερου ανασχεδιασμού της πόλης, προβλέποντας τέσσερα οικοδομικά τετράγωνα κατά μήκος της υπό διάνοιξη οδού Μητροπόλεως. Η πρόταση αναθεωρήθηκε το 1921, αναπροσαρμόζοντας την οργάνωση του χώρου σε δέκα ακανόνιστα οικοδομικά τετράγωνα. Έτσι διασώθηκε μέρος της αγοράς, χωρίς να αποφευχθεί ο μετασχηματισμός της περιμετρικής ζώνης που ολοκληρώθηκε τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, με τις διανοίξεις των μεγάλων αξόνων Τσιμισκή – Σαλαμίνος και τις πολυώροφες οικοδομές.

Τυπολογία του ιστού και αρχιτεκτονική των κτισμάτων

Η αναγνώριση των χαράξεων του πολεοδομικού ιστού, όπως διαμορφώθηκαν διαχρονικά, φανερώνει την επιβίωση στοιχείων από διαδοχικές φάσεις εξέλιξης της περιοχής.

Οι παλιότερες οικοδομικές νησίδες της Αιγυπτιακής Αγοράς διατηρούν το χαρακτηριστικό επίμηκες σχήμα, στη λογική της γραμμικής διάταξης των παραδοσιακών οθωμανικών αγορών. Οι νησίδες των παλιών βυρσοδεψείων είχαν αντίστοιχες, μικρότερου μήκους, μορφές. Οι συμπαγείς διατάξεις της περιοχής Ιστιρά παρουσιάζουν ορθολογικότερες διευθετήσεις στα πολεοδομικά σχέδια μετά το 1856. Οι επιμήκεις, κάθετες προς την παραλία, νησίδες του σχεδίου του 1879, διατήρησαν το αρχικό ορθογωνικό τους σχήμα.

Τα καταστήματα και οι αποθήκες με τις διάφορες παραλλαγές αποτελούν τα κύτταρα του ιστορικού πολεοδομικού ιστού. Στις συνολικές αποτυπώσεις της περιοχής που έγιναν στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος του ΑΠΘ (1990) διακρίνονται με σαφήνεια χαρακτηριστικοί τύποι των παραδοσιακών κτισμάτων.

Ο βασικός τύπος προκύπτει από τις παραλλαγές των παραδοσιακών κτισμάτων της αγοράς, όπως αυτά προσαρμόστηκαν στον αστικό ιστό. Αρκετά καταστήματα, που ανοικοδομήθηκαν μετά το 1856, επιβιώνουν στις οδούς Αιγύπτου και Κατούνη. Είναι κατασκευασμένα από μεικτές τοιχοποιίες με λιθοδομές και οπτόλινθους. Η χρήση του ξύλου περιορίστηκε στις στέγες και στα κουφώματα. Σημαντική καινοτομία ήταν η εισαγωγή σιδηρών υποστηλωμάτων, δοκών και ζευκτών. Σταδιακά αυξήθηκε η χρήση οπτοπλίνθων και κεραμιδιών, υλικά που ήταν πλέον διαθέσιμα από τις τοπικές βιομηχανίες (1880-1885).

Διαφοροποιημένη είναι η εικόνα των αποθηκών της περιοχής του Ιστιρά κοντά στην οδό Σαλαμίνας, που χρονολογούνται στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Πρόκειται για διώροφες ορθογωνικές συμπαγείς οικοδομές με ορθολογική διάταξη ανοιγμάτων σε συστοιχίες.

Τα νεότερα κτίσματα της περιοχής ανήκουν στη μεσοπολεμική φάση ανάπτυξης, με τη μερική εφαρμογή του αναθεωρημένου σχεδίου Εμπράρ. Ιδιαίτερα αξιόλογο είναι το μέτωπο πέντε μεσοπολεμικών κτισμάτων στην ανατολική πλευρά της οδού Κατούνη που αποκαταστάθηκαν από την Τράπεζα Μακεδονίας Θράκης. Είναι έργα των γνωστών αρχιτεκτόνων Ρουμπένς, Γραικού, Μανούσου και Ανδρόνικου με ποικίλες εκλεκτικές εξωτερικές μορφολογίες. Ειδικά χαρακτηριστικά έχει το μεγάλο νεοκλασικό μέγαρο της Τράπεζας της Ελλάδος και της Εθνικής Τράπεζας.

Οι προσπάθειες αποκατάστασης των Λαδάδικων

Η περιοχή, όπως είχε διαμορφωθεί μέχρι τη δεκαετία του ΄80, χαρακτηριζόταν από τη συνύπαρξη καταστημάτων χονδρικής πώλησης, βιοτεχνιών και χώρων γραφείων στις περιμετρικές οικοδομές. Τη νύχτα η εικόνα μετασχηματιζόταν στους έρημους δρόμους με τη χαρακτηριστική δραστηριότητα του αγοραίου έρωτα σε ειδικούς χώρους ορόφων και ξενοδοχείων της περιοχής.

Η ιδιαίτερη αρχιτεκτονική και ιστορική αξία του τμήματος της αγοράς του λιμανιού που διασώθηκε από την πυρκαγιά του 1917 και την ανεξέλεγκτη μεταπολεμική ανοικοδόμηση, αναγνωρίστηκε αρχικά από ελάχιστους ανθρώπους του πνεύματος που «γοητεύτηκαν» από τη συνύπαρξη παραδοσιακών δραστηριοτήτων και χρήσεων στο σκληρό αστικό τοπίο κοντά στο λιμάνι.

Το 1985, με πρωτοβουλία του ΥΠΠΟ, η περιοχή κηρύχτηκε ως «ιστορικός τόπος». Το 1989 ολοκληρώθηκε ερευνητικό πρόγραμμα του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ με αντικείμενο: «Διερεύνηση του τρόπου ανάπλασης αστικών ιστορικών τόπων. Η περίπτωση των Λαδάδικων Θεσσαλονίκης». Προτάθηκε η τροποποίηση του πολεοδομικού σχεδίου, με αποκατάσταση χαρακτηριστικών μετώπων, ώστε να διασωθούν ο πολεοδομικός ιστός και το σύνολο των ιστορικών κτισμάτων. Παρά την ύπαρξη ελάχιστων νέων κέντρων διασκέδασης την εποχή της εκπόνησης, είχαν επισημανθεί έγκαιρα οι κίνδυνοι της υποβάθμισης, εάν δεν εφαρμοζόταν ολοκληρωμένο προγράμμα ελέγχου των χρήσεων και της δόμησης. Το 1992 τα Λαδάδικα εντάχθηκαν στο «Πρότυπο Σχέδιο Αναβίωσης και Ανάπτυξης του Ιστορικού Εμπορικού Κέντρου της Θεσσαλονίκης» που χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η τροποποίηση του ρυμοτομικού διατάγματος με κατάργηση της διάνοιξης της οδού Μητροπόλεως ολοκληρώθηκε το 1994 παράλληλα με το σχέδιο των πεζοδρομήσεων και των παρεμβάσεων στο δημόσιο χώρο. Οι νέες ρυθμίσεις δεν συνδυάστηκαν με αυστηρό έλεγχο των χρήσεων και των παρεμβάσεων στα 80 κτίσματα, που κρίθηκαν διατηρητέα από το ΥΜΑΘ.

Με τα δεδομένα αυτά, οι πρωτοβουλίες ανακαίνισης και αξιοποίησης των κελυφών αναλήφθηκαν από την ιδιωτική πρωτοβουλία με αποτέλεσμα την ραγδαία άνοδο των τιμών και την σχεδόν αποκλειστική κυριαρχία των χρήσεων αναψυχής. Ο έλεγχος μελετών από τη ΔΙΠΕΧΩ οφειλόταν, σε μεγάλο βαθμό, στη δραστηριοποίηση του στελέχους της υπηρεσίας αρχιτέκτονα Μίλτου Μαυρομάτη (Μ. Μαυρομάτης (επ.), 1996). Η υλοποίηση των αποκαταστάσεων έγινε με παραδοσιακές και συμβατές τεχνικές και υλικά. Ωστόσο, το συνολικό αποτέλεσμα αδικήθηκε από μιαν εξωτερική εικόνα εντυπωσιασμού που επιδιώχθηκε σε συνδυασμό με τις εντατικές χρήσεις. Ο ουσιαστικά μοντέρνος χρηστικός χαρακτήρας των αρχικών κελυφών «εμπλουτίστηκε» με διακοσμητικά στοιχεία, χρώματα, επιγραφές και φωτισμούς που υπερτόνιζαν την εξωτερική «ιστορική ταυτότητα» των Λαδάδικων.

Η μονοδιάστατη τουριστική εικόνα οδήγησε στην ταχεία κατανάλωση του χώρου και στον κορεσμό, οδηγώντας στη σημερινή γενικότερη κρίση, χωρίς δυστυχώς να ανακόψει την επέκταση αντίστοιχων φαινομένων στη γειτονική περιοχή του παλιού Φραγκομαχαλά. Η νέα μεταμοντέρνα ταυτότητα της ιστορικής αγοράς ήταν ενδεχομένως αναπόφευκτη μέσα στο γενικότερο καθεστώς της ιδιόμορφης «αξιοποίησης» και «ιδιοποίησης» του ιστορικού χώρου από την εντατική εκμετάλλευσή του. Από την άλλη μεριά, αυτή η διαδικασία οδήγησε στην ιδιότυπη ένταξη μιας περιθωριοποιημένης πολεοδομικής ενότητας, απορροφώντας οχλούσες δραστηριότητες από άλλες περιοχές του ιστορικού κέντρου που διατήρησαν μεικτές χρήσεις και κατοικίες.

(Βιβλιογραφία: «Τα Λαδάδικα», Νεώτερα Μνημεία Θεσσαλονίκης, ΥΠΠΟ-ΥΒΕ, 1985, σ.12-13, Α. Γερόλυμπου, Ν. Καλογήρου, Κ. Τρακοσοπούλου, Β. Χαστάογλου, Διερεύνηση του τρόπου ανάπλασης αστικών «ιστορικών τόπων». Η περίπτωση «Λαδάδικων» Θεσσαλονίκης, ερευνητικό πρόγραμμα: Τμ. Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ, ΥΒΕΤ, 1990, 125 σ., A. Γερόλυμπου, N. Καλογήρου, K. Tρακοσοπούλου, B. Xαστάογλου (1992), «Λαδάδικα Θεσσαλονίκης: Αναγνώριση της φυσιογνωμίας και προοπτικές διατήρησης ενός ιστορικού τόπου», Θεσσαλονίκη, Eπιστ. Eπετηρίς KIΘ, 1992, σ. 267-310, A. Γερόλυμπου, N. Καλογήρου, K. Tρακοσοπούλου, B. Xαστάογλου (1995), «Λαδάδικα Θεσσαλονίκης: Προτάσεις για μια ολοκληρωμένη διατήρηση», Αρχιτεκτονικά Θέματα, 29/1995, σ. 30-33, Μ. Μαυρομάτης (επ)., «Λαδάδικα». Από την εγκατάλειψη στη διάσωση. Το εγχείρημα μιας άλλης πολιτικής της διατήρησης, ΥΠΕΧΩΔΕ-ΔΙΠΕΧΩ, Κ. Μακεδονίας Θεσσαλονίκη, 1996, 279 σ.).

Ακολουθήστε τη Karfitsa στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον κόσμο.