Πάνω στα ιστορικά πέτρινα βουνά της Ηπείρου «γεννήθηκε», «γαλουχήθηκε» και «ζει και βασιλεύει ακόμα» ένας ήχος παλαιικός, πεντατονικός και μοναδικός, που κουβαλά μαζί του τον ιδρώτα, την ξενιτιά, την απώλεια και την περηφάνια ενός μεγάλου καταταλαιπωρημένου κόσμου.
Γράφει ο Βασίλειος Κορσαβίδης
Το ηπειρωτικό κλαρίνο δεν είναι απλά ένα μουσικό όργανο, όσο παράξενο και αν ακούγεται αυτό. Είναι η φωνή των ανθρώπων της Ηπείρου, όσο παλεύουν με τα στοιχεία της φύσης, την πέτρα, την βροχή, το χιόνι και τον άνεμο, είναι το μοιρολόι της μάνας για τον άνδρα της που πέθανε νέος, είναι η εικόνα του ξενιτεμένου της παιδιού στο κατώφλι της εισόδου, ο αναστεναγμός του γέρου μπροστά στο λιθόστρωτο για την ζωή του που σβήνει και πολλά άλλα για τα οποία μπορώ να εκφράζω στο χαρτί ώρες.
Ήχος βαρύς, δωρικός, όπως οι βαριές νύχτες του χειμώνα πάνω στα βουνά. Δωρική και η αυστηρή, ασκητική, μα ταυτόχρονα γοητευτική καθημερινότητα του ηπειρωτικού λαού.
Κάθε νότα τραβάει μαζί της τις ρίζες της παράδοσης και τον καθημερινό αγώνα για επιβίωση.
Το ηπειρώτικο κλαρίνο δεν διασκεδάζει, ούτε χαριεντίζεται όπως τ άλλα κλαρίνα(και ας με «συγχωρέσουν»), μοναχά αφηγείται με τρόπο τραχύ, βαρύ κι αληθινό τα αχαρτογράφητα μέρη που κρύβονται στην ψυχή του πρωτοχορευτή γι’ αυτό και ο ρυθμός του δεν είναι ίδιος, αλλά διαφέρει ανάλογα με αυτόν που το χορεύει. Χορευτής και οργανοπαίκτης συνομιλούν , συμπορεύονται και συμπάσχουν. Ο ήχος προσαρμόζεται στα βιώματα του, στον πόνο του, στην δική του ιστορία. Το σώμα δια μέσω του χορού, αφηγείται την πονεμένη ή χαρούμενη(λίγο σπάνιο θα πω εγώ) ιστορία και το κλαρίνο την μεταφράζει σε νότες, σε μελωδία, η μελωδία της ψυχής του κάθε χορευτή. Ξεχωριστή όπως και ο πόνος του καθενός μας, μέχρι να έρθει η περιβόητη, αν έχετε ακουστά, κάθαρση μέσα από τον ήχο και τον χορό. Επιπροσθέτως δεν θα πρέπει να θεωρείται τυχαίο πως τις περισσότερες φορές το συγκεκριμένο μουσικό όργανο συνοδεύει τα μοιρολόγια και τον πόνο της ξενιτιάς. Ίσως θα πω εγώ, ίσως γιατί να είναι το μοναδικό μουσικό όργανο, κατά την ταπεινή ου άποψη, που μπορεί να σταθεί αγέρωχο απέναντι στον θάνατο , τον πόνο την απώλεια και να «πολεμήσει» για την αλήθεια και την λύτρωση που διακαώς αναζητείται. Γι αυτό, ως επί τω πλείστον, δεν βιάζεται και δεν άγχεται. Έχει τέμπο(ρυθμό) αργό, νωχελικό, σχεδόν υπνωτικό.
Κλείνοντας την ανάλυση της σκέψης μου λέγω τούτο: Το κλαρίνο της ηπείρου, δεν είναι απλώς παράδοση. Είναι το σχήμα του πόνου, του καημού και της αξιοπρέπειας. Είναι, με λίγα λόγια, η ίδια η Ήπειρος, όχι όπως τη δείχνουν οι εκάστοτε τουριστικοί οδηγοί(χρήσιμοι γαρ κι αυτοί δεν λέω), μα όπως τη θυμούνται όσοι έχουν μνήμες από αυτή. Είναι ο θάνατος, το φευγιό στην ξενιτιά, αλλά και το γλέντι του γάμου, ο ερχομός του ξενιτεμένου στον τόπο την στιγμή που βρίσκει το σπίτι άδειο και τρέχει στον τάφο των γονιών του, της γυναίκας του, του παιδιού του. Είναι η μελωδία που φέρνουν μέσα τους όσοι κατάγονται από αυτή την περιοχή της χωράς, που κάποτε την αισθάνθηκαν να τους λυγίζει αλλά εν κατακλείδι να τους λυτρώνει.…είναι με δυο λόγια το κλαρίνο της Ηπείρου αλλά και συνάμα η Ήπειρος του κλαρίνου!
*Στην μνήμη του μεγάλου δεξιοτέχνη του ηπειρώτικου κλαρίνου ΠέτροΛούκα Χαλκιά (Φωτογραφία από το αρχείο)
Ο Βασίλειος Κορσαβίδης είναι Χοροδιδάσκαλος, Απόφοιτος ΤΕΦΑΑ με Ειδικότητα «Παραδοσιακοί Χοροί»




