Του Παναγιώτη Κοκκόρη*
Πόσος καιρός χρειάζεται για να γεράσει μια χώρα; Δέκα χρόνια; Είκοσι; Ή μήπως λιγότερο απ’ όσο χρειάζεται για να γεμίσει ένα νηπιαγωγείο;
Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό. Είναι υπαρξιακό. Η Ελλάδα δεν πεθαίνει, όπως άλλοτε προφητεύαμε με στόμφο όμως γερνά, και γερνά επικίνδυνα. Πιο γρήγορα απ’ όσο προλαβαίνουμε να το συζητήσουμε. Όταν το 2013 οι προβολείς του πρώτου Συνεδρίου των Δελφών φώτιζαν τα αίτια της οικονομικής κρίσης, η γήρανση του πληθυσμού ήταν ήδη εκεί – παλιά, γνωστή και υποτιμημένη, σαν καλεσμένος που όλοι τον αποφεύγουν, σαν φορέας λοιμώδους νόσου που όλοι βλέπουν αλλά κανείς δεν τολμά να αγγίξει.
Σήμερα, δέκα χρόνια μετά, η ωρολογιακή βόμβα δεν είναι μεταφορά. Τικ-τακ, σαν τους χτύπους του ρολογιού κάθε δεκαετία, η Ελλάδα χάνει 450.000 ψυχές – έναν πληθυσμό κατά πολύ μεγαλύτερο από το Δήμο Θεσσαλονίκης (ο οποίος αριθμεί περίπου 317 χιλιάδες). Κι αυτό δεν είναι στατιστική· στην πραγματικότητα είναι μια χώρα που μαραίνεται από το περιθώριο προς το κέντρο. Είναι το χωριό χωρίς παιδιά. Είναι η κούνια στο προαύλιο που σκουριάζει. Είναι η σιωπή που γεμίζει τα σχολεία, τα πανεπιστήμια, τις προοπτικές.
Η δημογραφική κρίση είναι το θεμέλιο της κρίσης των πάντων. Η σύνταξη που δεν φτάνει. Η αγορά εργασίας που δεν ανανεώνεται. Η οικονομία που γερνά. Το Ασφαλιστικό που μετατρέπεται από δίχτυ σε βαρίδι. Όλα αλυσιδωτά. Όλα μαζί.
Για χρόνια, αντιμετωπίζαμε το ζήτημα με ευχολόγια και αναστεναγμούς. Τώρα όμως κάτι άλλαξε. Επιτέλους, η Πολιτεία εγκατέλειψε τη θεωρία και άρχισε να σκύβει στη πράξη. Η ενίσχυση των νέων οικογενειών, τα επιδόματα μητρότητας που φτάνουν (σωρευτικά) τις 10.000 ευρώ μέσα στους πρώτους 9 μήνες ζωής του παιδιού, η ενίσχυση των βρεφονηπιακών σταθμών και η επέκταση της άδειας μητρότητας, δείχνουν μια σοβαρή πρόθεση: να γίνει η γονεϊκότητα εφικτή για τους πολλούς και όχι ηρωική για τους λίγους.
Ακόμα πιο εντυπωσιακή είναι η πολιτική στροφή προς την επιστροφή του ανθρώπινου κεφαλαίου. Με φορολογικά κίνητρα και επαναπατρισμό νέων που έφυγαν στα χρόνια της κρίσης, η Ελλάδα επιχειρεί να χτίσει αντίστροφα τη μετανάστευση. Όχι ως θρήνος για τη διαρροή, αλλά ως ευκαιρία για ανάκτηση.
Και στο βάθος, η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού με το νέο επικουρικό ταμείο (ΤΕΚΑ) δεν είναι απλώς τεχνική διόρθωση. Είναι μια προσπάθεια να μπει ξανά η έννοια της ανταποδοτικότητας και της εμπιστοσύνης στο σύστημα. Οι νέοι δεν ζητούν πολλά – ζητούν να πιστέψουν ότι όταν γεράσουν, δεν θα τους έχουν ξεχάσει. Ότι κάποιος θα έχει μεριμνήσει για εκείνους, όσο αυτοί έδιναν το παρόν τους στον εθνικό ιστό.
Περισσότεροι από 230.000 συνταξιούχοι συνεχίζουν να εργάζονται, τώρα πια χωρίς τιμωρητική περικοπή της σύνταξής τους. Αυτό δεν είναι μόνο οικονομικό γεγονός – είναι πολιτισμική μεταστροφή. Οι γηραιότεροι δεν εξορίζονται στην αχρηστία· τους δίνεται ξανά ρόλος και φωνή.
Και ναι, όλα αυτά δεν αρκούν. Γιατί το δημογραφικό δεν είναι πρόβλημα που λύνεται – είναι πρόβλημα που διαρκώς προλαμβάνεται. Αλλά αν κάτι μας δείχνει η εμπειρία των τελευταίων ετών, είναι πως όταν οι κρίσεις συσσωρεύονται -κλιματική, γεωπολιτική, τεχνολογική, υγειονομική- τότε η χώρα χρειάζεται όσο ποτέ ανθεκτικότητα. Και η ανθεκτικότητα ξεκινά από τον άνθρωπο.
Όχι, δεν πρόκειται να σωθούμε με επιδόματα. Ούτε με διαγγέλματα. Θα σωθούμε με σχέδιο, συνοχή και πίστη σε μια Ελλάδα που δεν φοβάται το μέλλον, γιατί το γεννά με θάρρος. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Γιατί τελικά, η απάντηση στη γήρανση είναι μία: η γέννηση.

(*) Ο Παναγιώτης Κοκκόρης, είναι Α’ Υποδιοικητής ΕΦΚΑ.




