Του Αλέξανδρου Δεσποτόπουλου*
Τις τελευταίες εβδομάδες καταγράφεται έντονη αύξηση των μεταναστευτικών ροών από τις ακτές της Λιβύης προς το νότιο θαλάσσιο μέτωπο της Ελληνικής Επικράτειας, με σημείο αιχμής την Κρήτη και τα μικρότερα νησιά του Λιβυκού Πελάγους, όπως η Γαύδος. Η εν λόγω εξέλιξη, η οποία αποκτά διαστάσεις δομικού φαινομένου και όχι απλής συγκυρίας, γεννά εύλογες ανησυχίες τόσο στο επίπεδο της επιχειρησιακής επάρκειας των ελληνικών αρχών όσο και στο επίπεδο του νομικού πλαισίου αντιμετώπισης της κατάστασης.
Υπό το πρίσμα τούτο, η Ελληνική κυβέρνηση, λαμβάνοντας υπόψη τη ραγδαία επιδείνωση των συνθηκών ασφαλείας και διοικητικής λειτουργίας στην επικράτεια της Λιβύης, ορθώς προέβη σε δέσμη μέτρων με σκοπό την προστασία της εσωτερικής έννομης τάξης, την προάσπιση της δημόσιας υγείας και ασφάλειας, καθώς και τη διασφάλιση της επιχειρησιακής δυνατότητας του εθνικού μηχανισμού υποδοχής και ταυτοποίησης.
Συγκεκριμένα, με απόφαση της εθνικής νομοθετικής εξουσίας – η οποία φέρει σαφές αποτύπωμα κανονιστικής νομιμοποίησης – θεσπίστηκε, για περιορισμένο χρονικό διάστημα τριών μηνών, η αναστολή της δυνατότητας υποβολής αιτήματος διεθνούς προστασίας από υπηκόους τρίτων χωρών που εισέρχονται παρανόμως στο ελληνικό έδαφος μέσω θαλάσσης, προερχόμενοι από τη Λιβύη. Η ρύθμιση συνοδεύτηκε από διατάξεις που επιτρέπουν την άμεση μεταφορά και απέλαση των μεταναστών αυτών, εφόσον πληρούνται οι ελάχιστες εγγυήσεις σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Η επιλογή αυτή, αν και επενέβη σε κρίσιμο δικαίωμα όπως αυτό του ασύλου, ερείδεται επί του άρθρου 78 παρ. 3 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), το οποίο επιτρέπει τη λήψη προσωρινών μέτρων σε καταστάσεις αιφνίδιας μεταναστευτικής πίεσης. Επιπλέον, τελεί εντός των πλαισίων της εθνικής κυριαρχίας ως προς τον έλεγχο των συνόρων, κυρίως δε των θαλασσίων συνόρων κατά τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS), η οποία κατοχυρώνει τα κυριαρχικά δικαιώματα του παράκτιου κράτους στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη του, συμπεριλαμβανομένων μέτρων ελέγχου της ναυσιπλοΐας και της παράνομης διακίνησης προσώπων.
Ως προς τη διεθνή έννομη τάξη και τα προτάγματα προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, η Ελλάδα φρόντισε να διευκρινίσει ότι η εν λόγω αναστολή δεν εκτείνεται στους ευάλωτους, ούτε αποκλείει τη δυνατότητα εξατομικευμένης αξιολόγησης κατά τα προβλεπόμενα από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951. Το δικαίωμα στη μη επαναπροώθηση (non-refoulement), ως απόλυτο δικαίωμα ερμηνευόμενο σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), παραμένει ανέπαφο.
Στο διπλωματικό επίπεδο, η Ελλάδα επέλεξε τον δρόμο της πολιτικής συνέπειας και νομιμοφάνειας, απευθύνοντας επίσημη πρόσκληση προς τις λιβυκές αρχές – ανεξαρτήτως της πολυπλοκότητας του εσωτερικού πολιτειακού καθεστώτος της Λιβύης – για επανεκκίνηση διαλόγου ως προς την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών και ιδίως της ΑΟΖ, στη βάση του διεθνούς δικαίου και της αρχής της ευθυδικίας. Η πρόσκληση αυτή αποσκοπεί στην ακύρωση της τουρκολιβυκής συμφωνίας του 2019, η οποία πάσχει εξόφθαλμα από έλλειμμα διεθνούς νομιμότητας.
Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική στάση ισορροπεί μεταξύ της επιτακτικής ανάγκης προστασίας του δημοσίου συμφέροντος και της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Η επιλογή μιας περιορισμένης χρονικά και γεωγραφικά αναστολής του ασύλου, σε συνδυασμό με την ενίσχυση της επιχειρησιακής επιτήρησης και τη διπλωματική προσέγγιση έναντι της Λιβύης, δεν συνιστά apriori παραβίαση του διεθνούς δικαίου, εφόσον εφαρμόζεται με τρόπο αναλογικό, εξατομικευμένο και υπό το πρίσμα του ανθρωπιστικού δικαίου.
- Ο Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος είναι Διεθνολόγος, Ερευνητής στο τμήμα Τουρκικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών