Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η προφανής απροθυμία της Μόσχας να τον τερματίσει έφεραν εκ νέου στο προσκήνιο τους αρχέγονους φόβους των λαών της κεντρικής και της δυτικής Ευρώπης για επανάληψη της ιστορίας
Γράφει ο Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος*
Η ιδέα της δημιουργίας ενός κοινού στρατού μεταξύ των κρατών της δυτικής Ευρώπης έχει εκπονηθεί από τα πρώτα στάδια του Ψυχρού Πολέμου. Επρόκειτο για το «σχέδιο Πλεβέν», που πήρε την ονομασία του από τον τότε Γάλλο πρωθυπουργό Ρενέ Πλεβέν. Αυτό συνιστούσε την έμπρακτη απάντηση του Παρισιού στην πρόταση των Αμερικανών για επανεξοπλισμό της Δυτικής (Ομοσπονδιακής) Γερμανίας, λίγα μόλις χρόνια μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το ενιαίο αυτό σώμα θα περιελάμβανε τους στρατούς της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας και των κρατών της Μπενελούξ, με απώτερο στόχο τη μελλοντική δημιουργία της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας (EDC).
Το σχέδιο συνάντησε έντονες αντιδράσεις τόσο στο εσωτερικό της Γαλλίας όσο και στο διεθνές περιβάλλον (ιδίως στην άλλη όχθη του Ατλαντικού), αν και οι γερμανικές στρατιωτικές μονάδες δεν θα είχαν αυτόνομο στρατιωτικό σχεδιασμό προκειμένου να αποκτήσουν επιχειρησιακή αυτονομία από τις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις. Μολονότι οι προαναφερθείσες χώρες υπέγραψαν μία συνθήκη για τη δημιουργία της EDC (την 27η Μαΐου 1952), τελικώς το σχέδιο δεν τελεσφόρησε, καθώς δεν ενεκρίθη από το γαλλικό Κοινοβούλιο.
Παρέμεινε δε εν υπνώσει επί μακρόν και αναβίωσε εκ νέου μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η μετεξέλιξη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σε Ευρωπαϊκή Ένωση αναζωπύρωσε τη συζήτηση. Βεβαίως, η Ουάσινγκτον ήταν αντίθετη, καθώς προέβαλε την αναγκαιότητα της ύπαρξης του ΝΑΤΟ. Οι Γάλλοι εκ νέου πρωταγωνιστούσαν, ενώ οι Γερμανοί παρέμεναν επιφυλακτικοί, αν όχι αντίθετοι. Οι τελευταίοι ενισχύονταν από τα κράτη του πρώην ανατολικού συνασπισμού, τα οποία εντάσσονταν σταδιακά στους ευρω-ατλαντικούς θεσμούς.
Κατ’ ουσίαν, όμως, το σχέδιο αναβίωσε μετά την υπογραφή της Συμφωνίας AUKUS μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών, της Μεγ. Βρεταννίας και της Αυστραλίας, to 2021. Οι Γάλλοι ένιωσαν θιγμένοι από τις εξελίξεις και προέκριναν εκ νέου τη δημιουργία ευρωστρατού. Σημειωτέον ότι το Παρίσι διαθέτει τις ισχυρότερες Ένοπλες Δυνάμεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι εξελίξεις επιταχύνθηκαν μετά την εκ νέου άνοδο του Ντόναλντ Τραμπ στην εξουσία.
Κατέστη πλέον πρόδηλο ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ενδιαφέρονται να ενεργήσουν ως εγγυήτρια δύναμη της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Αυτό προκαλεί σοκ στην Ευρώπη, ενώ θεωρείται ακόμη και προδοσία. Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η προφανής απροθυμία της Μόσχας να τον τερματίσει έφεραν εκ νέου στο προσκήνιο τους αρχέγονους φόβους των λαών της κεντρικής και της δυτικής Ευρώπης για επανάληψη της ιστορίας. Ως γνωστόν, η Ρωσσία διέθετε διαχρονικά έναν από τους ισχυρότερους (ενίοτε τον ισχυρότερο) στρατό στη γηραιά ήπειρο. Υπήρξαν περιπτώσεις (Ναπολεόντειοι πόλεμοι, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος) στις οποίες η επιτυχής απόκρουση του εισβολέα στη ρωσσική επικράτεια ακολουθήθηκε από μία θυελλώδη προέλαση που σταμάτησε στην πρωτεύουσα του εχθρού (Παρίσι και Βερολίνο, αντιστοίχως).
Μετά το 1945, η αμερικανική παρουσία αποτελούσε την καλύτερη δικλείδα ασφαλείας έναντι ενός τέτοιου κινδύνου. Συνεπώς, οι Δυτικοευρωπαίοι μπορούσαν να στραφούν ανεμπόδιστα στην ανοικοδόμηση των καθημαγμένων από την παγκόσμια σύρραξη οικονομιών τους. Η ύπαρξη του ΝΑΤΟ ήταν η καλύτερη «ασπίδα» προστασίας. Τώρα, όμως, αυτή έπαψε να θεωρείται δεδομένη και πολλοί Ευρωπαίοι συνειδητοποιούν ότι πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Δυστυχώς, όμως, η έως τώρα συζήτηση επικεντρώνεται κυρίως στη χρηματοδότηση, και όχι στο δομικό πρόβλημα των διαλυμένων στρατιωτικών δυνάμεων πολλών ευρωπαϊκών κρατών. Εντούτοις, οι ιθύνοντες θα πρέπει να σκεφτούν σοβαρά για την αναδιάρθρωση και ενοποίηση των στρατιωτικών δυνάμεών τους.
Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι είναι αδύνατη η αντικατάσταση των Αμερικανών σε βραχυπρόθεσμη βάση. Αντιθέτως, σκοπός πρέπει να είναι η αποτροπή μίας ρωσσικής επιθέσεως εναντίον ενός κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Τώρα, οι ρωσσικές απώλειες στην Ουκρανία καθιστούν το ενδεχόμενο αυτό ελάχιστα πιθανό. Εντούτοις, οι τεράστιοι πλουτοπαραγωγικοί πόροι και το βιομηχανικό δυναμικό της Ρωσσίας δεν μπορούν να αποκλείσουν την πραγματοποίησή του μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα. Τότε, λοιπόν, οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να είναι σε θέση όπως προασπίσουν την εδαφική ακεραιότητα των κρατών τους…
- Ο Δρ. Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος είναι Νομικός- διεθνολόγος, καθηγητής στρατιωτικών σχολών