Του Δημήτρη Δραγώγια
Ο πατέρας μου δεν είναι από τους πατεράδες που κάθονται στην πολυθρόνα με ρόμπα και φυλλάδιο Lidl. Δεν υπήρξε ποτέ άνθρωπος του «άσε με τώρα παιδί μου» ή του «πού είναι το τηλεκοντρόλ». Ο πατέρας μου είναι 88 χρονών και περπατάει ευθυτενής λες και ολόκληρη η Ιστορία ακουμπάει στους ώμους του και δεν του πέφτει ούτε δράμι βάρος.
Στην πραγματικότητα, θα μπορούσε να τον είχε υπογράψει ο ίδιος ο Χέμινγουεϊ, να παίζει τον εαυτό του σε ταινία του Κιούμπρικ, να κάθεται στο μπαρ με τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και να του εξηγεί πώς φτιάχνεται σωστά μια ταράτσα με δύο καρφιά και μια προσευχή. Ο πατέρας μου είναι το μοναδικό άτομο στον κόσμο που μπορεί να σου αλλάξει λάστιχο, να σου εξηγήσει τι είναι ο υπαρξισμός και να βράσει μακαρόνια ταυτόχρονα. Χωρίς να σηκώσει φρύδι.
Μεγάλωσα δίπλα του όπως μεγαλώνει μια γάτα που νομίζει πως είναι τίγρη. Ένιωθα άτρωτος γιατί εκείνος ήξερε να φτιάξει τα πάντα: ραδιόφωνα, ανθρώπους, σιωπές. Είχε πάντα μια λύση. Εκτός από τον καιρό και την ανθρωπότητα – αλλά προσπαθεί. Ποτέ δεν παραδέχτηκε ότι φοβήθηκε. Μπορεί και να μην φοβήθηκε στ’ αλήθεια. Κι αν φοβήθηκε, τουλάχιστον δεν το φόρεσε πάνω του όπως κάνουμε εμείς οι υπόλοιποι – σαν φτηνό κασκόλ από outlet.
Μια φορά, τον είδα να κάνει παρκάρισμα με τριπλό τρέιλερ ανάμεσα σε δύο νταλίκες. Και μετά να πιάνει το κατσαβίδι, γιατί «κάτι άκουσε στο κιβώτιο ταχυτήτων». Άλλοι άνθρωποι στα 88 τους μετράνε χάπια. Εκείνος μετράει ακόμα ανατροπές στον αγώνα και λέει: «Δεν τέλειωσε τίποτα».
Ο πατέρας μου ξέρει να φτιάχνει πράγματα, αλλά δεν ήξερε ποτέ να φτιάχνει ψέματα. Ό,τι σου ‘λεγε, το στήριζε με μάτι ακονισμένο, σαν το χέρι που πιάνει ξύλο και ξέρει πού να το καρφώσει για να μη σπάσει. Ήταν αυστηρός. Όχι από σκληρότητα, αλλά από ακρίβεια. Δεν ήταν εύκολος – αλλά δεν ήταν κι από εκείνους που δεν ήξεραν γιατί είναι πατέρες. Το ήξερε και το τίμησε. Και συνεχίζει.
Σήμερα, στα 88 του, στέκεται όπως πάντα: όρθιος. Όχι επειδή πρέπει – αλλά επειδή έτσι διάλεξε να ζει. Εγώ σκύβω μπροστά σε οθόνες, λογαριασμούς, σιωπές που δεν προλάβαμε να πούμε. Εκείνος στέκεται απέναντι στη ζωή με τον αυχένα ψηλά, όπως οι παλιοί ναυτικοί που δεν ήξεραν αν το λιμάνι υπάρχει, αλλά έστριβαν το τιμόνι προς τα εκεί.
Δεν μου είπε ποτέ «σ’ αγαπώ» – δεν χρειάστηκε. Το είπε όταν μού έμαθε πώς να αλλάζω λάμπα χωρίς να καώ. Όταν μου κράτησε το μέτωπο στη μέση μιας αποτυχίας. Όταν έβαζε τις παντόφλες του στις 3 τα ξημερώματα γιατί κάτι άκουσε στο δωμάτιό μου και ήρθε να δει αν ζω.
Αν κάποτε γίνω ο μισός πατέρας απ’ ό,τι υπήρξε εκείνος, θα μπορώ να πω ότι κατάλαβα κάτι από τον κόσμο.
Και ξέρεις τι φοβάμαι περισσότερο; Ότι κάποτε θα γυρίσω να του δείξω κάτι που έμαθα – κι εκείνος δεν θα είναι πια εκεί. Κι όμως, θα είναι. Γιατί όσοι έζησαν με ευθύτητα, δεν φεύγουν. Γίνονται πυξίδα. Όχι για να τους φτάσεις. Αλλά για να θυμάσαι πού πας.
Χρόνια πολλά, πατέρα.
Δεν σε έμαθα ακόμα.
Αλλά σε κουβαλώ παντού.
Σαν κάτι ιερό και αδιόρθωτο.
Σαν φως που καίει σιωπηλά, κι όμως δείχνει τον δρόμο.