«Το ποτάμι που επέστρεφε» (Ελληνοεκδοτική) μας ταξιδεύει στα τέλη του 19ου και τις αρχές και του 20ου και με αφετηρία το γεφύρι της Πλάκας- σύνορο κάποτε ανάμεσα στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος και την Οθωμανική αυτοκρατορία- μας καλεί να γίνουμε πρωτομάστορες των δικών μας γεφυριών και να κρατήσουμε τη ζωή μας στα χέρια μας, όπως λέει ο συγγραφέας του Μάνθος Σκαργιώτης.
Ο Ηράκλειτος έλεγε «δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν εμβαίης», δηλ. δεν διαβαίνεις δυο φορές τον ίδιο ποταμό, γιατί τίποτα δεν παραμένει αμετάβλητο. Υπακούει στον κανόνα «Το ποτάμι που επέστρεφε» όπως είναι ο τίτλος του μυθιστορήματός σας;
Υπακούει υπό την εξής έννοια: Μπορεί το ποτάμι να επιστρέφει κι ο ήρωας να φαίνεται ότι το «διαβαίνει δυο φορές», να μεταπλάθει δηλαδή τα χαμένα παιδικά και νεανικά του χρόνια όπως θα ήθελε· τίποτα όμως δεν είναι ίδιο. Αυτό με το οποίο γεμίζει τώρα τα «άδεια δωμάτια» της ζωής του είναι αδύνατο να ταυτίζεται με ό,τι θα είχε πιθανόν υπάρξει στον πραγματικό του χρόνο. Άρα «δίς οὐκ ἂν εμβαίης».
Στο μυθιστόρημά σας, όλα εκτυλίσσονται στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ου αι. Τί κερδίζουμε ως αναγνώστες από ταξίδια στο χθες; Γιατί μας θέλγουν;
Να ξεκινήσω από το δεύτερο. Το χθες επουλώνει γρήγορα τις πληγές του κι απαλλάσσεται από τις αμαρτίες του. Δεδικαίωται. Γι’ αυτό, μέσα μας, ωραιοποιείται. Με τον καιρό, μεταφέρεται στον χώρο του θρύλου. Ο θρύλος πάντα γοητεύει. Κι έρχομαι στο πρώτο ερώτημα. Το ταξίδι στο χτες μάς διδάσκει, ώστε να μην ξαναπέσουμε, ως άτομα και λαός, στα ίδια λάθη. Παράλληλα, μας αποζημιώνει συναισθηματικά. Το παρελθόν, κοντινό και μακρινό, είναι το σπίτι όπου κατοικούσαμε κάποτε. H συγκίνηση που νιώθουμε, όταν ξαναμπαίνουμε ύστερα από χρόνια σ’ αυτό το σπίτι κι ακούμε την παιδική μας φωνή ή αγγίζουμε το παιδικό παιχνίδι μας, είναι ανεκτίμητη.
Συχνά περιγράφετε το επιβλητικό τοπίο της Ηπείρου ενώ οι ήρωες συνοδοιπορούν με τη φύση. Τί είδους υπόμνηση επιδιώκετε; Γιατί έχουμε αποσυνδεθεί σήμερα από τη φύση;
Υπενθυμίζω ότι δεν υπάρχει μόνο η άσφαλτος και το τσιμέντο. Δίπλα οργιάζει η φύση απ’ την οποία αυτά προέρχονται. Κι απ’ την οποία έχουμε αποκοπεί· ένα πουλί κελαηδά, ένα λουλούδι μοσχοβολά και μένουμε ασυγκίνητοι. Τι φταίει; Διάβασα κάπου πως ένα παιδί είδε ζωντανό γουρούνι για πρώτη φορά κι αναφώνησε: «μαμά, ένας κουμπαράς!» Αυτό λέει πολλά. Να προσθέσουμε και την αστικοποίηση, τη γοητεία που ασκεί η ηλεκτρονική απεικόνιση της φύσης, την οικοπεδοποίηση δασικών εκτάσεων, την αδιαφορία της Πολιτείας… Φταίμε όλοι.
Πώς επικοινωνούν οι αγωνίες και οι επιθυμίες των ηρώων σας με τον σύγχρονο αναγνώστη; Όσα χρόνια κι αν περάσουν, τελικά παραμένουμε οι ίδιοι στον πυρήνα μας;
Οι φιλόσοφοι λένε ότι ο βασικότερος παράγοντας που διαμορφώνει το σώμα και την ψυχή του ανθρώπου είναι η φύση. Η φύση, παρά τους βιασμούς που υφίσταται τις τελευταίες δεκαετίες, παραμένει σχεδόν ίδια. Άρα και ο άνθρωπος στον πυρήνα του παραμένει, όπως εύστοχα λέτε, ίδιος. Αν έρχονταν μπροστά μας Έλληνες διάφορων εποχών ντυμένοι με σημερινά ρούχα και τους βάζαμε να αντιμετωπίσουν ένα διαχρονικό πρόβλημα, θα ήταν, πιστεύω, δύσκολο να ξεχωρίσουμε τον Αχαιό από τον Ρωμιό ή τον Γραικό ή τον Νεοέλληνα. Να γιατί ο σύγχρονος αναγνώστης έρχεται σε ψυχική επαφή με τους ήρωες του έργου: μέσα στους ήρωες αναγνωρίζει τον εαυτό του ή στοιχεία του εαυτού του.
Αποφεύγετε να κρίνετε τους ήρωές σας: τους παρακολουθούμε να διαπράττουν τα σφάλματά τους αλλά είναι ικανοί και για το μεγαλύτερο καλό. Πώς αποφύγατε τον…πειρασμό;
Από σεβασμό στο πρόσωπό τους. Δεν ήθελα με το ένα χέρι να κρατώ το μολύβι και με το άλλο να κραδαίνω τη βίτσα του παλιού δασκάλου. Εξάλλου, οι συμπεριφορές των ηρώων, όπως κάθε ανθρώπου, συνδέονται με αντίστοιχες συνθήκες για τις οποίες δεν ευθύνονται οι ίδιοι. Αυτό βέβαια δεν τους αθωώνει. Ο συγγραφέας όμως είναι ο πατέρας, η μάνα τους. Ποιος γονιός θα ήθελε να δει το παιδί του –ό,τι και να έχει κάνει– στη φυλακή ή κουρελιασμένο μπροστά στα μάτια του κόσμου; Κόσμος, στην προκειμένη περίπτωση, είναι οι αναγνώστες. Αυτοί κρίνουν, κατακρίνουν, καταδικάζουν. Έχουν νου και γνώση, δεν θέλουν μέντορες και υποδείξεις.
Ποιόν κανόνα δεν παραβαίνετε ποτέ κατά τη συγγραφή ενός βιβλίου;
Κάθε έργο, πριν το παραδώσω στον εκδοτικό οίκο, το αφήνω στο συρτάρι ώσπου να το «ξεχάσω». Για αρκετούς μήνες δηλαδή. Κατόπιν, γίνομαι ο πρώτος αναγνώστης του. Τότε, με την άνεση που μου δίνει η χρονική απόσταση ανάμεσα στη συγγραφή και την «πρώτη» ανάγνωση, θα κάνω ανώδυνα τις αφαιρέσεις που επιβάλλει η οικονομία του έργου, ίσως κάποιες προσθήκες και τις απαραίτητες αναπροσαρμογές. Όλα αυτά με γνώμονα τη ρήση που μας παραδόθηκε από τον Αθήναιο: “οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ᾿ ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ”.
Τί θα θέλατε να σκεφτεί ο αναγνώστης διαβάζοντας και την τελευταία σελίδα του βιβλίου σας;
Ότι ο καθένας μας μπορεί να γίνει πρωτομάστορας των δικών του γεφυριών. Έτσι θα μπορέσει να κρατήσει τη ζωή στα χέρια του. Κι όσες φορές ο ίδιος γκρεμιστεί στις βαθιές λαγκαδιές του κόσμου, πάντα θα βρίσκει μονοπάτι που θα τον βγάζει στο ξέφωτο. Και κάτι ακόμα: Είναι λυτρωτικό να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι σκοτεινά πράγματα πάντοτε θα μένουν μέσα του.