Με τα χρόνια εκπαιδευόμαστε να κρύβουμε και τελικά να υποτιμούμε τη φαντασία μας, επισημαίνει η Μαριέττα Κόντου, Διδάκτωρ Κοινωνικής Ψυχολογίας και συγγραφέας του βιβλίου «Με λένε Ιούλιο Βερν» που κυκλοφορεί από την Ελληνοεκδοτική.
Καλεί τα παιδιά να εμπιστευθούν τα «χάρτινα πανιά» ενός βιβλίου και να ταξιδέψουν στον χώρο και στον χρόνο χωρίς να ενδώσουν στις «Σειρήνες της οθόνης».
Αφιερώνετε το βιβλίο σας στη μητέρα σας που σας σύστησε το σύμπαν του Ιούλιου Βερν. Η νοσταλγία της πρώτης λογοτεχνικής εμπειρίας των παιδικών σας χρόνων ή κάτι άλλο σας ώθησε να το γράψετε;
Γιατί μεγαλώνω και όσο μεγαλώνω κατανοώ, μηρυκάζω, νοσταλγώ, ξεχνώ, θυμάμαι, συγχωρώ, δικαιολογώ και σίγουρα αγαπώ περισσότερο από ποτέ και ευχαριστώ τη μητέρα μου που υπήρξε η πιο τρυφερή πρέσβειρα πολιτισμού στην παιδική μου ηλικία. Μου πρόσφερε απλόχερα γνώσεις και ερεθίσματα που δεν είναι ούτε αυτονόητα ούτε και δεδομένα και γέμισε την παιδική ψυχή μου με χρώματα και εικόνες που στο μέλλον τα βρήκα ξανά και ξανά μπροστά μου να με συντροφεύουν.
Ωστόσο, το έργο του Ιούλιου Βερν έχει και άρωμα Ελλάδας. Στις «20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα», ο κυβερνήτης Νέμο βοηθά τους Κρητικούς στην Επανάσταση του 1866-1869 ενώ η Ελλάδα πρωταγωνιστεί και στο έργο του “Το Αιγαίο στις Φλόγες” (“L’ Archipel en Feu”). Ασχοληθήκατε με αυτήν την πτυχή του;
Το θέμα του βιβλίου είναι η διαδρομή του μικρού Ιούλιου προς την ενηλικίωση με εστίαση στα παιδικά του χρόνια, τις σκέψεις, τις απορίες, τα όνειρα, τα παράπονα, τις ματαιώσεις και τα πετάγματα προς τη φαντασία. Συγκεκριμένες πληροφορίες για τα βιβλία του, που στην παιδική του ηλικία δεν είχαν ακόμη γραφτεί δεν θα είχαν νόημα. Ο ψυχισμός του ήταν σε πρώτο πλάνο και με πιο τρόπο αυτός χτίστηκε ώστε να εμπνεύσει τα παιδιά που ονειρεύονται τον εαυτό τους μεγάλο και σπουδαίο και καθόλου η εργογραφία του.
Έχει τη δύναμη ένα βιβλίο ν’ ανοίξει τα «χάρτινα πανιά» του και να ταξιδέψει τα παιδιά όταν τα καλούν διαρκώς οι «Σειρήνες της οθόνης»;
Και ναι και όχι. Εξαρτάται από το παιδί, το περιβάλλον, τα ερεθίσματα. Γενικά όμως, όσο η μαμά και ο μπαμπάς, η δασκάλα στο σχολείο τους διαβάζει, είναι καλά. Μετά περνούν φάσεις, περιόδους και ηλικίες που το διάβασμα μπαίνει στο ράφι και το ξαναθυμούνται πάλι στα ενήλικα χρόνια τους. Όμως η πρώτη σχέση, η πρώτη επαφή με το διάβασμα, ο έρωτας που θα νιώσουν –αν νιώσουν – είναι αυτός που μένει και αυτός που θυμούνται και ανασύρουν όταν έρθει η στιγμή να αποκαταστήσουν τη σχέση τους με τις λέξεις. Ο σπόρος έχει φυτευτεί και σταδιακά θα αποδώσει. Τίποτα εξάλλου δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τη μαγεία του βιβλίου που κουβαλά παιδικότητα, αναμνήσεις και θεραπευτική δύναμη και που η οθόνη αδιαπραγμάτευτα δεν διαθέτει. Ξεσηκώνει, παρασύρει αλλά υπολείπεται. Αν οι γονείς παραμείνουν πιστοί και σταθεροί στην ανάγνωση, δεν πάψουν ποτέ να «μπαίνουν» βιβλία στο σπίτι, να διαβάζονται, να κυκλοφορούν, να συζητιούνται και δεν υποκύψουν και οι ίδιοι στην πλάνη της οθόνης, τότε το παράδειγμά τους είναι αυτό που θα υπερισχύσει.
Γιατί η φαντασία μας ρίχνει «άγκυρα» στο διάβα του χρόνου; Τί έχετε να πείτε ως Διδάκτωρ Κοινωνικής Ψυχολογίας;
Τα παιδιά γεννιούνται με τη φαντασία ραμμένη στη φόδρα του ψυχισμού τους. Με τα χρόνια εκπαιδεύονται να την κρύβουν, να την περιορίζουν, να την υποτιμούν ως περιττή και παιδιάστικη και τελικά να την προδίδουν και να την απαρνιούνται βίαια. Το εκπαιδευτικό μας σύστημα έχει αποτύχει, στη μοναδική πραγματικά και ουσιαστικά αποστολή του, του να τροφοδοτήσει αυτήν τη φαντασία και να τη δυναμώσει. Ένα σύστημα κουτσό και το ίδιο που παραφορτώνει τα παιδιά με γνώσεις και πληροφορίες παράταιρες και συχνά αχρείαστες και τα αφήνει νηστικά και ατάιστα να αναζητούν ταυτότητα χωρίς την απαραίτητη πυξίδα της φαντασίας που είναι ο λώρος τους με τον πραγματικό τους εαυτό.
Εξακολουθούμε να είμαστε λαός που ταξιδεύει και ονειρεύεται; Τί θα έλεγε ο Ομηρικός Οδυσσέας αν μ’ έναν μαγικό τρόπο μπορούσε να ταξιδέψει στην εποχή μας;
Το ταξίδι είναι μέσα στην κουλτούρα μας ως λαός. Μετακινούμαστε, αλλάζουμε παραστάσεις, εξερευνούμε. Αυτό, το κάνουμε ακόμη κι αν είναι στο πλαίσιο διακοπών, μας αρέσει, το διεκδικούμε. Δεν ξέρω όμως αν πλέον ονειρευόμαστε, ελπίζουμε, χαράσσουμε πορεία, εμπιστευόμαστε την πυξίδα μας, μαθαίνουμε από τα ταξίδια μας και λυτρωτικά επιστρέφουμε καλύτεροι πίσω. Γιατί, τι είναι το ταξίδι παρά διαδρομές εσωτερικές και εξωτερικές, βαθιές γνωριμίες μας με το έξω και το μέσα μας και αναμέτρησή μας με τα θέλω, ονειρεύομαι, φοβάμαι, καταφέρνω, ξεπερνώ, γνωρίζω, αναγνωρίζω, κατακτώ μας. Ταξίδι είναι παράθυρο στον κόσμο, γνωριμία με το άγνωστο και βαθιά ελευθερία να ορίζω τον εαυτό μου… Κάποιοι τυχεροί ίσως το κάνουν ακόμη…





