, Παρασκευή
29 Μαρτίου 2024

search icon search icon

Κομισιόν: Η οικονομία της ΕΕ έχει πλέον εισέλθει σε μια πολύ πιο δύσκολη φάση

«Έπειτα από ένα ισχυρό πρώτο εξάμηνο του έτους, η οικονομία της ΕΕ έχει πλέον εισέλθει σε μια πολύ πιο δύσκολη φάση», τονίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις φθινοπωρινές οικονομικές της προβλέψεις για το 2022-2024, που δόθηκαν σήμερα στη δημοσιότητα.

«Οι κραδασμοί που εξαπέλυσε ο επιθετικός πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας πλήττουν την παγκόσμια ζήτηση και ενισχύουν τις παγκόσμιες πληθωριστικές πιέσεις. Η ΕΕ συγκαταλέγεται στις πιο εκτεθειμένες προηγμένες οικονομίες, λόγω της γεωγραφικής της εγγύτητας στον πόλεμο και της μεγάλης εξάρτησής της από τις εισαγωγές φυσικού αερίου από τη Ρωσία. Η ενεργειακή κρίση διαβρώνει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και επιβαρύνει την παραγωγή. Το οικονομικό κλίμα έχει πέσει αισθητά», επισημαίνει η Επιτροπή. Αν και η ανάπτυξη το 2022 αναμένεται να είναι καλύτερη απ’ ό,τι προβλεπόταν το καλοκαίρι, οι προοπτικές για το 2023 είναι σημαντικά ασθενέστερες για την ανάπτυξη και υψηλότερες για τον πληθωρισμό.

Η ανάπτυξη αναμένεται να συρρικνωθεί σημαντικά στο τέλος του έτους

Η Επιτροπή τονίζει ότι η αυξημένη αβεβαιότητα, οι υψηλές πιέσεις στις τιμές της ενέργειας, η διάβρωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, το ασθενέστερο εξωτερικό περιβάλλον και οι αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης αναμένεται να οδηγήσουν την ΕΕ, την ευρωζώνη και τα περισσότερα κράτη μέλη σε ύφεση το τελευταίο τρίμηνο του έτους. Ωστόσο, η ισχυρή δυναμική από το 2021 και η ισχυρή ανάπτυξη το πρώτο εξάμηνο του έτους αναμένεται να ανεβάσουν την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ το 2022 συνολικά στο 3,3% στην ΕΕ (3,2% στη ζώνη του ευρώ) – πολύ πάνω από το προβλεπόμενο 2,7% στην καλοκαιρινή ενδιάμεση πρόβλεψη.

Καθώς ο πληθωρισμός συνεχίζει να μειώνει το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, η συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας αναμένεται να συνεχιστεί το πρώτο τρίμηνο του 2023. Η ανάπτυξη αναμένεται να επιστρέψει στην Ευρώπη την άνοιξη, καθώς ο πληθωρισμός χαλαρώνει σταδιακά. Ωστόσο, με τους ισχυρούς αντίθετους ανέμους που εξακολουθούν να συγκρατούν τη ζήτηση, η οικονομική δραστηριότητα αναμένεται να είναι υποτονική, με την αύξηση του ΑΕΠ να φτάνει το 0,3% το 2023 συνολικά τόσο στην ΕΕ, όσο και στη ζώνη του ευρώ. Μέχρι το 2024, η οικονομική ανάπτυξη προβλέπεται να ανακτηθεί σταδιακά, κατά μέσο όρο 1,6% στην ΕΕ και 1,5% στη ζώνη του ευρώ.

Όσον αφορά τον πληθωρισμό, η Επιτροπή προβλέπει ότι θα φτάσει στην κορύφωσή του στο τέλος του έτους και ο ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού το 2022 προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 9,3% στην ΕΕ και στο 8,5% στην ζώνη του ευρώ. Ο πληθωρισμός αναμένεται να μειωθεί το 2023, αλλά θα παραμείνει υψηλός στο 7% στην ΕΕ και στο 6,1% στη ζώνη του ευρώ, πριν μετριαστεί το 2024 στο 3% και 2,6% αντίστοιχα. Σε σύγκριση με την καλοκαιρινή ενδιάμεση πρόβλεψη, αυτό αντιπροσωπεύει μια αναθεώρηση προς τα πάνω σχεδόν κατά μία ποσοστιαία μονάδα για το 2022 και περισσότερες από δύο μονάδες το 2023. Οι αναθεωρήσεις αντικατοπτρίζουν κυρίως τις σημαντικά υψηλότερες τιμές χονδρικής του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες ασκούν πίεση στις λιανικές τιμές της ενέργειας καθώς και στα περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες στο καλάθι του καταναλωτή.

Παρά το δύσκολο περιβάλλον, η αγορά εργασίας συνέχισε να αποδίδει δυναμικά, με την απασχόληση και τη συμμετοχή στο υψηλότερο επίπεδο και την ανεργία στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων δεκαετιών. Η ισχυρή οικονομική επέκταση τράβηξε καθαρά επιπλέον δύο εκατομμύρια ανθρώπους στην απασχόληση το πρώτο εξάμηνο του 2022, ανεβάζοντας τον αριθμό των απασχολουμένων στην ΕΕ στο ιστορικό υψηλό των 213,4 εκατομμυρίων. Το ποσοστό ανεργίας παρέμεινε στο ιστορικό χαμηλό του 6,0% τον Σεπτέμβριο. Οι αγορές εργασίας αναμένεται να αντιδράσουν στην επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας με υστέρηση, αλλά να παραμείνουν ανθεκτικές. Η αύξηση της απασχόλησης στην ΕΕ προβλέπεται σε 1,8% το 2022, πριν σταματήσει το 2023, και με μέτρια άνοδο έως και 0,4% το 2024. Τα ποσοστά ανεργίας στην ΕΕ προβλέπονται σε 6,2% το 2022, 6,5% το 2023 και 6,4% το 2024.

Η χαμηλή ανάπτυξη, ο υψηλός πληθωρισμός και τα μέτρα ενεργειακής στήριξης επιβαρύνουν τα ελλείμματα

Η ισχυρή ονομαστική ανάπτυξη τα τρία πρώτα τρίμηνα του έτους και η σταδιακή κατάργηση της στήριξης, που σχετίζεται με την πανδημία, οδήγησαν σε περαιτέρω μείωση των κρατικών ελλειμμάτων το 2022, παρά τα νέα μέτρα που υιοθετήθηκαν για τον μετριασμό των επιπτώσεων της αύξησης των τιμών της ενέργειας στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Μετά την πτώση στο 4,6% του ΑΕΠ το 2021 (5,1% στη ζώνη του ευρώ), το δημοσιονομικό έλλειμμα στην ΕΕ προβλέπεται να μειωθεί περαιτέρω στο 3,4% του ΑΕΠ φέτος (3,5% στη ζώνη του ευρώ).

Ωστόσο, το 2023, το δημοσιονομικό έλλειμμα αναμένεται να αυξηθεί ελαφρά και πάλι (σε 3,6% στην ΕΕ και 3,7% στη ζώνη του ευρώ), καθώς η οικονομική δραστηριότητα εξασθενεί, οι δαπάνες για τόκους αυξάνονται και οι κυβερνήσεις επεκτείνουν ή εισάγουν νέα μέτρα για να μετριάσουν τον αντίκτυπο των υψηλών τιμών της ενέργειας. Η προγραμματισμένη απόσυρση των μέτρων αυτών κατά τη διάρκεια του 2023 και η επανέναρξη της ανάπτυξης αναμένεται να μειώσουν την πίεση στα δημόσια ταμεία στη συνέχεια. Ως αποτέλεσμα, το έλλειμμα προβλέπεται στο 3,2% του ΑΕΠ στην ΕΕ και στο 3,3% στη ζώνη του ευρώ το 2024.

Το δημοσιονομικό χρέος προβλέπεται ότι από 89,4% του ΑΕΠ το 2021 στην ΕΕ θα μειωθεί σε 84,1% του ΑΕΠ το 2024 (και από 97,1% σε 91,4% στη ζώνη του ευρώ). Όμως, σύμφωνα με την Επιτροπή, οι οικονομικές προοπτικές εξακολουθούν να περιβάλλονται από έναν εξαιρετικό βαθμό αβεβαιότητας, καθώς ο επιθετικός πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας συνεχίζεται και το ενδεχόμενο περαιτέρω οικονομικών αναταραχών δεν έχει εκλείψει.

Τέλος, σύμφωνα με την Επιτροπή, η μεγαλύτερη απειλή προέρχεται από τις δυσμενείς εξελίξεις στην αγορά φυσικού αερίου και τον κίνδυνο ελλείψεων, ειδικά τον χειμώνα του 2023-2024. «Πέρα από τον εφοδιασμό με φυσικό αέριο, η ΕΕ παραμένει άμεσα και έμμεσα εκτεθειμένη σε περαιτέρω κραδασμούς σε άλλες αγορές βασικών εμπορευμάτων που αντηχούν από γεωπολιτικές εντάσεις», εκτιμά η Επιτροπή. Ο μακροχρόνιος πληθωρισμός και οι πιθανές άτακτες προσαρμογές στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές στο νέο περιβάλλον υψηλών επιτοκίων παραμένουν επίσης σημαντικοί παράγοντες κινδύνου. Και οι δύο ενισχύονται από την πιθανότητα ασυνέπειας μεταξύ των στόχων της δημοσιονομικής και της νομισματικής πολιτικής.

Ακολουθήστε τη Karfitsa στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον κόσμο.