Ζημιές κυρίως σε ναούς και καθολικά μονών στο Άγιο Όρος, χωρίς ωστόσο να τίθεται θέμα στατικότητας, διαπίστωσε η ομάδα εργασίας που πραγματοποίησε αυτοψία μετά τον ισχυρό σεισμό των 5,3 Ρίχτερ. Οι ρωγμές στην τοιχοποιία, οι καταρρεύσεις κεραμιδιών, καθώς και φθορές σε πεσσούς και τυμπάνια, απαιτούν άμεσες εργασίες αποκατάστασης, για να αποτραπούν σοβαρότερες συνέπειες σε ενδεχόμενο νέο σεισμό.
Το μικτό κλιμάκιο του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος/ΤΚΜ, του Κέντρου Διαφύλαξης Αγιορείτικης Κληρονομιάς (ΚΕΔΑΚ), του ΙΤΣΑΚ και του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του ΑΠΘ επιθεώρησε τις μονές Δοχειαρίου, Ξενοφώντος, Αγίου Παντελεήμονος και Σίμωνος Πέτρας, ενώ οι έλεγχοι συνεχίζονται και σε άλλα μοναστήρια.
Άγιο Όρος: Δεν απειλείται η στατικότητα
«Δεν έχουμε φαινόμενα που να απειλούν τη στατικότητα, αλλά υπάρχουν ζημιές που σε επόμενο ισχυρό σεισμό θα μπορούσαν να προκαλέσουν κατάρρευση δομικών στοιχείων ή ανεκτίμητων τοιχογραφιών και ψηφιδωτών», ανέφερε ο Ηλίας Περτζινίδης, πρόεδρος του ΤΕΕ/ΤΚΜ και γενικός διευθυντής του ΚΕΔΑΚ. Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, το κόστος αποκατάστασης ενδέχεται να φτάσει τα 6-7 εκατ. ευρώ.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα ζημιών καταγράφονται στη μονή Σιμωνόπετρας, όπου πληγώθηκαν πεσσοί σε κτήρια, ενώ σε δύο μοναστήρια καταστράφηκαν πολυέλαιοι στην Αγία Τράπεζα. «Αν ήταν σε αστικό περιβάλλον, τα κτήρια αυτά θα χαρακτηρίζονταν “κίτρινα” — δεν είναι επικίνδυνα, αλλά απαιτούν επισκευές», τόνισε ο κ. Περτζινίδης.
Παράλληλα, στο πλαίσιο σεισμικής παρακολούθησης, έχει ήδη εγκατασταθεί επιταχυνσιογράφος στη μονή Ξενοφώντος, με σχέδιο τοποθέτησης επιπλέον συσκευών.
Τις επόμενες ημέρες θα ελεγχθούν και οι μονές Ζωγράφου, Κωνσταμονίτου, Χιλανδαρίου, Διονυσίου, Γρηγορίου και Αγίου Παύλου, ενώ σε επικοινωνία βρίσκεται ήδη το κλιμάκιο και με τη μονή Βατοπεδίου. Το τελικό πόρισμα, συνοδευόμενο από προτάσεις αποκατάστασης, θα υποβληθεί στην Πολιτεία εντός της εβδομάδας.




