ΓΡΑΦΕΙ Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΡΑΓΩΓΙΑΣ
Ποιος θα το ‘λεγε; Η Θεσσαλονίκη — η πόλη που κάποτε μέτραγε το ευρώ σαν τον παπά το πρόσφορο, με ιερό τρόμο μην πέσει κανένα ψιλά στο πάτωμα — μετατρέπεται τώρα σε ανοιχτό γήπεδο δισεκατομμυριούχων. Όχι, δεν ήρθαν ακόμα τα yacht στον Θερμαϊκό (αν και κάποιοι το σκέφτονται σοβαρά), αλλά κάτι ψήνεται. Και μυρίζει λεφτά.
Στην Τούμπα, εκεί που άλλοτε οι κεραίες της ΕΡΤ πιάνουν μόνο νοσταλγία, εμφανίζεται ξαφνικά ο Τέλης Μυστακίδης — όχι απλώς για να δώσει λεφτά, αλλά για να φτιάξει εξ ολοκλήρου το νέο γήπεδο του ΠΑΟΚ. Ναι, από την τσέπη του. Όχι με ΣΔΙΤ, ούτε με κουπόνια Λαϊκής. Την ώρα που ακόμα συζητάμε για το πότε θα τελειώσει η ανάπλαση της ΔΕΘ (σπόιλερ: ποτέ), ο Τέλης υπογράφει για να ξεκινήσει εργοτάξιο.
Κάπου πιο ανατολικά, στον Άρη, ένας άλλος μύθος – λιγότερο χορηγημένος, περισσότερο αγωνιώδης – ετοιμάζεται να υποδεχθεί fund από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μπάσκετ και εκατομμύρια, στα ίδια τετραγωνικά που κάποτε παίζαμε μονό με φανέλα Γκάλη και ήχο από κασσέτες. Στον Άρη ονειρεύονται τα 80s αλλά με προδιαγραφές startup. Που σημαίνει: PowerPoint, return-on-investment και βότσαλα με QR code.
Τι αλλάζει; Πολλά.
Η Θεσσαλονίκη για πρώτη φορά δεν παρακαλά να γίνει κάτι — γίνεται. Όχι από Υπουργείο. Ούτε από προσευχές και Λέσχες φιλάθλων. Αλλά από ανθρώπους που έχουν χρήματα, διάθεση και (ας το πούμε) συμφέρον. Γιατί κανείς δεν ρίχνει εκατομμύρια στην Τούμπα για να δει απλώς φάσεις σε replay. Το παιχνίδι είναι μεγαλύτερο. Branding. Εμπιστοσύνη. Real estate. Αθλητικός τουρισμός. Εξωστρέφεια.
Και κάπου εκεί η πόλη αρχίζει να αλλάζει ρόλο: από ρομαντική επαρχία που τραγουδάει για όσα δεν έγιναν, σε πρωταγωνίστρια στο νέο αφήγημα της “επαρχίας που επενδύεται”.
Δεν ξέρουμε αν θα της πάει αυτός ο ρόλος.
Γιατί η Θεσσαλονίκη είναι μαθημένη στα μισά. Μισά έργα, μισές εξαγγελίες, μισές υποσχέσεις. Είναι πόλη που ερωτεύεται το “σχεδόν”.
Κι όμως — κάτι αλλάζει. Όχι απλώς στον χάρτη, αλλά στο βλέμμα της. Από τη Μοναστηρίου μέχρι την Καλαμαριά, ο κόσμος πίνει καφέ σαν να τον πληρώνει κάποιος άλλος. Ίσως γιατί, για πρώτη φορά, υπάρχει μια αίσθηση ότι κάποιος άλλος όντως πληρώνει. Και μάλιστα πολλά.
Η Θεσσαλονίκη δεν χρειάζεται να γίνει Ντουμπάι. Ούτε να απολογείται για ό,τι την καθυστέρησε. Αυτό που χρειάζεται είναι να καταλάβει πως το κεφάλαιο δεν είναι ούτε σωτήρας, ούτε εχθρός. Είναι εργαλείο. Και όπως όλα τα εργαλεία, είτε χτίζει είτε γκρεμίζει — εξαρτάται από το ποιος το κρατάει.
Ας μάθει, λοιπόν, η πόλη να κρατάει το τιμόνι. Όχι με αλαζονεία, αλλά με τη σοφία εκείνου που κάποτε έτρωγε ψωμί με μερέντα και τώρα παραγγέλνει brunch με γκουακαμόλε — αλλά θυμάται ακόμα ποια γεύση τον μεγάλωσε.
Γιατί μια πόλη που θυμάται, είναι πιο δύσκολο να την αγοράσεις.