fbpx

, Σάββατο
18 Ιανουαρίου 2025

search icon search icon

Η Πρωτοχρονιά του σήμερα και του χθες…

Η λαχτάρα του αύριο, οι ελπίδες, τα όνειρα για το 2025, οι εικόνες από τα παλιά και οι παραδόσεις που άλλες διατηρήθηκαν στο βάθος των χρόνων και άλλες χάθηκαν μαζί με τις αγνές ανθρώπινες αξίες

Το 2025 έρχεται… Και η ζωή συνεχίζεται. Ναι, συνεχίζεται, παρά το απλωμένο αίσθημα μελαγχολίας. Τα φαινόμενα, όμως, της εποχής επιβεβαιώνουν την ανάγκη να επαναπροσδιορίσουμε το νόημα της ζωής, ώστε να καταλάβουμε την αξία της και να τη ζήσουμε.

Η ζωή συνεχίζεται και όσοι έχουν την ευθύνη, σε όλους τους τομείς, δεν πρέπει να αποδειχτούν ανίκανοι να δράσουν αποτελεσματικά. Γιατί διαφορετικά το μήνυμα-σύνθημα «η ζωή συνεχίζεται» δεν θα φτάσει από τον πομπό στον δέκτη.

Τι είχαμε πει και τι είχαμε ακούσει στις αρχές του 2024; Καλή χρονιά. Ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος! Τα ίδια και στις αρχές του 2025.

Όμορφες, που είναι, στ’ αλήθεια, οι πρωτοχρονιάτικες ευχές, έλα, όμως, που συνήθως μένουν μόνο ευχές. Ωστόσο μέσα από αυτές ζούμε τη λαχτάρα του αύριο και τρεφόμαστε με ελπίδες και όνειρα, που κάποιες φορές καταντάνε εφιάλτης, όπως η υποβόσκουσα ηθική κοινωνική κατρακύλα, που χρειάζεται ανάσχεση. Αυτό, που πάμε να βαφτίσουμε ως «κανονικότητα», κομμένη και ραμμένη στα μέτρα μας και στο τι μας βολεύει, τελικά δεν είναι και τόσο «κανονικότητα».

Φανερώνεται μια «γύμνια» σήμερα στην κοινωνία. Αυτή η «γύμνια», για την οποία κανείς δεν φταίει και όλοι φταίμε (όχι, βέβαια, με το ίδιο μερίδιο ευθύνης), έχει διαχρονική προέλευση και πολλές αιτίες, αλλά, επιτέλους, κάποτε πρέπει να μην υπάρχει.

Με το να φορτώνουν τις ευθύνες ο ένας στον άλλον ούτε άκρη βγαίνει ούτε προοπτική θεμελιώνεται. Και, δυστυχώς, η «γύμνια» δεν είναι τωρινή, δεν είναι μόνο στην κοινωνία, αλλά είναι και στην ψυχή του καθενός, σ’ εμένα, σ’ εσένα, σ’ εσάς.

Το 2025 είναι μια καλή ευκαιρία, έχοντας πάρει το μάθημά μας, αν, φυσικά, το πήραμε, να κάνουμε μια καινούργια αρχή, ένα ελπιδοφόρο ξεκίνημα.

Χωρίς αγκυλώσεις, χωρίς ιδεοληψίες, χωρίς συμφέροντα, χωρίς σκοπιμότητες, χωρίς μικροϋπολογισμούς, χωρίς τακτικισμούς, χωρίς αυταπάτες, χωρίς ψεύτικες προσδοκίες, με καθαρότητα διάθεσης και πράξεων, ώστε όχι μόνο να προχωρούμε σταθερά μπροστά, χωρίς πισωγυρίσματα. Και κάθε φορά που έχουμε να αντιμετωπίσουμε το απευκταίο, το αναπότρεπτο, το τραγικό, σε όλα τα επίπεδα, να αντέχουμε και να νικάμε, κόντρα σε κάθε αντιξοότητα ή κίνδυνο.

Ο κάθε χρόνος που έρχεται είναι νέος, όχι λόγω της αλλαγής ενός αριθμού με άλλον, του 4 με το 5 και γίνεται το 2024 2025! Γιατί έτσι όλα παλαιά, παμπάλαια είναι. Με την ίδια μορφή, την ίδια τάξη και κίνηση, την ίδια πορεία και κατάληξη. Ανατολή και δύση. Άνθηση και μαρασμός. Νεότητα και γηρατειά. Ζωή και θάνατος. Τριακόσιες εξήντα πέντε ημέρες και τέσσερις εποχές… Αλλά είναι νέος ο κάθε χρόνος, αν φέρει κάτι άλλο σε σχέση με τον προηγούμενο. Αν το 2025 το περάσουμε διαφορετικά και καλύτερα από το 2024, τότε θα έχουμε λόγο να πούμε ότι πράγματι νέο είναι το 2025.

Τούτο σημαίνει πως το καινούργιο του κάθε χρόνου βρίσκεται στα χέρια, στη διάθεση και την εξουσία των ανθρώπων.

Ας το προσπαθήσουμε…

Αλλοτινοί καιροί

Τα παλαιότερα χρόνια, πριν δεκαετίες, η Πρωτοχρονιά εορταζόταν φτωχικά, αλλά ήταν ευτυχισμένη. Τότε, που οι άνθρωποι μπορεί να είχαν μπαλωμένα ρούχα και παπούτσια, αλλά είχαν άφθαρτη καρδιά.

Τότε, που η σήψη δεν είχε προχωρήσει στη συνείδηση. Τότε, που τα σπίτια έμοιαζαν σαν μια μικρή καλύβα, αλλά χωρούσαν όλο τον κόσμο.

Τότε, που μπορεί το ερμάρι να ήταν άδειο από τις ποικιλίες που τέρπουν τη γεύση, η στέρηση να ήταν σκληρή, αλλά η ευτυχία δεν έλειπε.

Τότε, που η φτώχεια ήταν περήφανη και αγνή, σκαρφαλωμένη στις πλάτες των αγροτών, των βιοπαλαιστών, των χαμάληδων, που έτρεχαν, ακόμη και την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, να τη χορτάσουν με το στεφάνι της τιμιότητας και της αρετής.

Τότε, που κάθε Πρωτοχρονιά οι γονιοί ονειρεύονταν τα βλαστάρια τους μεγάλους και τρανούς ανθρώπους, κι όλο αγωνίζονταν με πάθος και με πίστη να κάνουν τούτο το όνειρο πραγματικότητα. Τότε, που η ψυχή ήταν γεμάτη από αγάπη και η θέληση ατσαλένια για προκοπή.

Τότε, που τα βλέμματα μπορεί να ήταν κουρασμένα και τα πρόσωπα σκαμμένα από τον μόχθο, αλλά όχι απελπισμένα. Τότε, που έκαιγε η φωτιά στο τζάκι και γύρω γύρω κάθονταν όλοι σφιχταγκαλιασμένοι, αφού η πραγματική ζεστασιά βρισκόταν μέσα τους.

Τότε, που η γλυκόλαλη καμπάνα από το χιονισμένο πανύψηλο καμπαναριό καλούσε τους πιστούς στην εκκλησιά και όλοι τραβούσαν κατά εκεί.

Τότε που υπήρχε κοινωνία και επικοινωνία…

Δύσκολα, αλλά στ’ αλήθεια όμορφα χρόνια. Μπορεί να μην υπήρχε τηλεόραση, παρά μόνο ένα παλιό ραδιόφωνο με λυχνίες. Μπορεί να μην υπήρχαν τηλέφωνα, εκτός από το μοναδικό στον καφενέ του χωριού. Μπορεί να μην υπήρχε διαδίκτυο.

Υπήρχε, όμως, κοινωνία και επικοινωνία, που, παρότι σήμερα υπάρχουν τόσα τεχνολογικά μέσα, είναι ελλιπής ή ανύπαρκτη, γιατί κλειδαμπαρώθηκαν και σκυθρώπιασαν οι θλιμμένοι άνθρωποι, και δεν είναι ολάνοιχτο το μέσα τους.

Έθιμα Πρωτοχρονιάς

Το ποδαρικό

Μια εικόνα από τα παλιά: Το χαμηλόκτιστο σπίτι ξεχώριζε από την πέτρινη καπνοδόχο του, που έστελνε λευκές κορδέλες καπνού στοΝ μαυρισμένο χειμωνιάτικο, μουντό ουρανό. Έξω λυσσομανούσε ο βοριάς, με το ψιλοβρόχι να παγώνει τον τρομαγμένο κοκκινολαίμη.

Ο νοικοκύρης του έκανε το ποδαρικό, χτυπώντας την εξώπορτα, δεν επιτρεπόταν να ανοίξει ο ίδιος με το κλειδί του, θα χάλαγε το ποδαρικό, κρατώντας μια εικονίτσα και ένα ρόδι. Μπαίνοντας μέσα, με το δεξί, έσπασε το ρόδι πίσω από την εξώπορτα, το έριξε, δηλαδή, κάτω με δύναμη, ώστε να πεταχτούν οι ρώγες του παντού και ταυτόχρονα έλεγε: «Με υγεία, ευτυχία και χαρά το νέο έτος κι όσες ρώγες έχει το ρόδι, τόσες λίρες να έχει η τσέπη μας όλη τη χρονιά».

Τα παιδιά μαζεμένα γύρω γύρω κοιτούσαν οι ρώγες αν είναι τραγανές και κατακόκκινες. Όσο γερές κι όμορφες είναι οι ρώγες, τόσο χαρούμενες κι ευλογημένες θα είναι οι μέρες που φέρνει μαζί του ο νέος χρόνος.

Η βασιλόπιτα

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, οι νοικοκυρές με ανασηκωμένα τα μανίκια, με τα μαλλιά της κεφαλής δεμένα με μαντίλι για να μην τα τρώει η σκόνη, πλάθανε το ζυμάρι, το πασπαλίζανε με αλεύρι και μυρωδιές και έκαναν τη βασιλόπιτα. Ανοίγανε φύλλο και με έξι τέτοια φύλλα, χωρίς να προσθέσουν τίποτα άλλο, έφτιαχναν τη βασιλόπιτα. Ανάμεσα στα φύλλα τοποθετούσαν διάφορα συμβολικά σχήματα που έφτιαχναν από κάποιο κλαδί. Και φυσικά έβαζαν μέσα το «φλουρί».

Την Πρωτοχρονιά, λίγο πριν το μεσημέρι, την ψήνανε στον φούρνο.

Το μεσημέρι μαζευόταν όλη η οικογένεια γύρω από το γιορτινό τραπέζι και ο μεγαλύτερος την έκοβε, αφού πρώτα την έστριβε τρεις φορές και τη «σταύρωνε» με το μαχαίρι.

Το πρώτο κομμάτι ήταν πάντα του Χριστού και τα άλλα από ένα για τον καθένα, ανάλογα με το πού θα σταματούσε η βασιλόπιτα μετά τις τρεις στροφές. Η πίτα έχει τις ρίζες της στα αρχαία ελληνορωμαϊκά έθιμα. Η ορθόδοξη παράδοση συνέδεσε το έθιμο με τη βασιλόπιτα.

Η προέλευσή της σχετίζεται με τον Μέγα Βασίλειο, που για να προστατεύσει την περιφέρειά του, την Καισάρεια της Καππαδοκίας, από επιδρομή αλλοφύλων, έκανε έρανο και μάζεψε χρυσά νομίσματα και άλλα αγαθά, για να τα δώσει στους εχθρούς, ώστε να τους δελεάσει, για να μη λεηλατήσουν την περιοχή του.

Ο εχθρός, όμως, τελικά, δεν κατόρθωσε να εισβάλει στην Καισάρεια και τα αγαθά έμειναν. Τότε, ο Μ. Βασίλειος είπε να φτιάξουν μικρές πίτες-ψωμάκια, μέσα στις οποίες έβαζαν και ένα χρυσό νόμισμα, ή κάτι άλλο από όλα τα πολύτιμα πράγματα που είχαν μαζευτεί. Οι πίτες αυτές μοιράστηκαν σε όλους και ο καθένας κράταγε ό,τι του τύχαινε.

Και καταντήσαμε οι άνθρωποι μ’ άνθρωπο να μη μοιάζουμε

Τα παιδιά τα παλιά χρόνια δεν περιμένανε δώρα από κανέναν, ούτε καν από τον Αϊ-Βασίλη! Δεν ήξεραν καν τον Αϊ-Βασίλη με τη μορφή που τον ξέρουμε σήμερα! Τον Αϊ-Βασίλη τον μάθανε τα παιδιά μετά την Κατοχή. Αποσκοπούσαν όμως τα παιδιά σε κάποια λίγα χρήματα που θα τους έδιδαν, κυρίως ο νονός, γιατί και τότε όλα τα παιδιά ήθελαν περισσότερα πράγματα από αυτά που είχαν. Δεν παραπονιόταν, όμως, που περνούσαν φτωχικά, γιατί έτσι φτωχά ήταν και τα παιδιά του γείτονα, του παραγείτονα, και όλου του χωριού, ακόμα και των πιο ευκατάστατων οικογενειών, δεν διέφεραν!

Τα έθιμα της Πρωτοχρονιάς μπορεί να τηρούνταν με ευλάβεια, ούτε και οι απανωτοί πόλεμοι της δεκαετίας του ’40 κατάφεραν να τα αποδυναμώσουν, ωστόσο με τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς στις αρχές του 1970 και τη μετανάστευση χάθηκαν, μαζί τους και η αθωότητα των εποχών, μαζί τους και οι αγνές ανθρώπινες αξίες.

Και τράνωσαν οι επιθυμίες για κυριαρχία του ενός πάνω στον άλλο. Και τράνωσαν η αλαζονεία, η βία, η ασυδοσία, η καταπίεση, ο παραλογισμός, η εκμετάλλευση και καταντήσαμε οι άνθρωποι μ’ άνθρωπο να μη μοιάζουμε.

πηγή POLITICAL

Ακολουθήστε τη Karfitsa στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον κόσμο.