Ταξιδεύοντας με το Αθήνα – Θεσσαλονίκη ενάμιση χρόνο μετά από το δυστύχημα στα Τέμπη
Σεπτέμβριος 2013 – Κατερίνη. Μετά από το σχολείο και το φροντιστήριο, απολάμβανα να γυρνάω στο σπίτι περπατώντας κι ας έχανα λίγο χρόνο από το διάβασμα. Στη διαδρομή περνούσα κατά μήκος από τις γραμμές του τρένου. Κορίτσι της επαρχίας, υποψήφια πανελληνίων και όχι άνθρωπος (όπως συνηθίζαμε να λέμε μεταξύ σοβαρού και αστείου οι μαθητές της Γ’ Λυκείου), το να βλέπω τα τρένα να περνούν μού χάριζε μια αίσθηση ελευθερίας που τόσο είχα ανάγκη εν μέσω πυρετώδους προετοιμασίας για τις πανελλαδικές εξετάσεις.
Ονειρευόμουν τη φοιτητική ζωή και σκεφτόμουν πως μόνο με τρένο θα πηγαίνω στη φοιτητούπολή μου. Φευ! Πού να ήξερα ότι θα περνούσα Γιάννενα (όπου δεν υπάρχει σιδηροδρομική σύνδεση) και πως σε γενικές γραμμές για φοιτητές με μικρό χαρτζιλίκι πιο πολύ συμφέρει το ΚΤΕΛ. Φυσικά όλα αυτά ωχριούν μπροστά σε όσα γνωρίζουμε σήμερα.
Σεπτέμβριος 2024 – Κατερίνη. Ετοιμάζομαι να πάρω το τρένο για να γυρίσω Θεσσαλονίκη. Συγκεκριμένα το τρένο που έρχεται από την Αθήνα. Είναι η πρώτη φορά μετά από την τραγωδία των Τεμπών που θα μπω σε τρένο. Απόγευμα με ήλιο και φθινοπωρινή δροσιά, Κυριακή, ησυχία στο σταθμό της Κατερίνης. Ειδυλλιακό τοπίο. «Φιλιά μαμά, σ’ αγαπώ πολύ», λίγο πριν επιβιβαστώ. Καθώς χαιρετιόμαστε, απέναντί μας γραμμένο στον τοίχο «ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ». Σκέφτομαι όλους εκείνους τους αποχαιρετισμούς των 57 νεκρών πριν επιβιβαστούν στο μοιραίο Intercity. Απόκριες, γλέντι, εκδρομή, στιγμές με φίλους, φλερτ και μετά επιστροφή με το τρένο. Και μετά θάνατος.
Στο μυαλό μου το ρεπορτάζ της καλής συναδέλφου, Φανής Χαρίση, με τα όσα απεφάνθη ο Αμερικανός καθηγητής για το δυστύχημα. «Τριάντα επιβάτες κάηκαν ακαριαία λόγω της καύσης των υδρογονανθράκων – Ψήθηκε το αίμα στις φλέβες τους ενώ συρρικνώθηκαν και αφυδατώθηκαν οι σοροί». Απόκριες, γλέντι, εκδρομή, στιγμές με φίλους, φλερτ και μετά επιστροφή με το τρένο. Και μετά: «Τριάντα επιβάτες κάηκαν ακαριαία λόγω της καύσης των υδρογονανθράκων – Ψήθηκε το αίμα στις φλέβες τους ενώ συρρικνώθηκαν και αφυδατώθηκαν οι σοροί».
Μέσα στο τρένο μου πολλοί επιβάτες, όλοι φαίνονται ήρεμοι και χαλαροί. Άραγε σκέφτονται τους 57; Υπάρχει στο μυαλό τους η εικόνα με την καμένη γη που είδαμε στα μέσα την επόμενη μέρα ή η εικόνα μπροστά από το Γενικό Νοσοκομείο της Λάρισας με τους γονείς που ψάχνανε τα παιδιά τους; Φτάνοντας εν τέλει στον προορισμό μας (ένα προνόμιο που δεν είχαν πολλοί), βλέπω την αποβάθρα των γραμμών. Ενάμιση μήνα μετά από το δυστύχημα είχε γίνει τρισάγιο μπροστά από αυτές τις ίδιες γραμμές. Όταν τελείωσε η τελετή, είχαν μείνει πάνω στις γραμμές λίγα λουλούδια και μπροστά τους σε ένα παγκάκι δύο γονείς. Είχαν χάσει το παιδί τους. Φεύγοντας, τους είπα «συλλυπητήρια», μου απάντησαν «ευχαριστούμε» με το βλέμμα στις γραμμές και έμειναν εκεί. Βλέπω τώρα το ίδιο παγκάκι άδειο, καθώς βγαίνω από το τρένο. Πού να είναι τώρα αυτοί οι άνθρωποι τους οποίους συλλυπήθηκα με αμηχανία;
Μπαίνω στην είσοδο του σταθμού της Θεσσαλονίκης. Σκέφτομαι τα κεριά, τα λουλούδια, τα γράμματα, τα δάκρυα, τα συνθήματα που είχαν πλημμυρίσει το χώρο πριν από ενάμιση χρόνο. Σήμερα ησυχία. Καμία ένδειξη του πόνου και του θρήνου. Κι όμως πριν από ενάμιση χρόνο, μεσάνυχτα, εκεί ακριβώς βρισκόταν κάποιοι γονείς, φίλοι, συγγενείς για να πάρουν τους ανθρώπους τους, να τους αγκαλιάσουν και να τους ρωτήσουν πώς πέρασαν στο τριήμερο. Όμως δεν έσμιξαν ποτέ.