Η ανάληψη της συνολικής καλλιτεχνικής διεύθυνσης του Dior από τον Jonathan Anderson σηματοδοτεί μια ιστορική στροφή για τον εμβληματικό οίκο και, πιθανώς, για ολόκληρη τη βιομηχανία της υψηλής ραπτικής. Σε ηλικία 41 ετών, ο Βορειοϊρλανδός σχεδιαστής, που έχει ήδη αφήσει έντονο το αποτύπωμά του στην Loewe και στη δική του ετικέτα JW Anderson, καλείται πλέον να συντονίσει όλες τις συλλογές του Dior: γυναικεία, ανδρική και υψηλής ραπτικής. Πρόκειται για την πρώτη φορά μετά τον ίδιο τον Christian Dior που ένας δημιουργός αναλαμβάνει το σύνολο του καλλιτεχνικού οράματος του οίκου.
Από την ήσυχη κομψότητα στην τολμηρή αφήγηση
Για σχεδόν μία δεκαετία, η αισθητική του Dior χαρακτηριζόταν από τη λεγόμενη «ήσυχη πολυτέλεια» – διακριτικές γραμμές, εκλεπτυσμένα υφάσματα, και μια προσήλωση στην αποφυγή ακρότητας. Οι Maria Grazia Chiuri και Kim Jones είχαν διαμορφώσει ένα σταθερό, εμπορικά επιτυχημένο, αλλά σε πολλές περιπτώσεις προβλέψιμο πλαίσιο δημιουργικότητας.
Με τον Anderson, η εικόνα αυτή αλλάζει ριζικά. Η αισθητική του είναι τολμηρή, παιχνιδιάρικη, συχνά σουρεαλιστική και εννοιολογική. Από την τσάντα-περιστέρι, μέχρι τις συλλογές με αναφορές στην ψηφιακή εποχή ή τη ρευστότητα του φύλου, ο Anderson φέρνει μαζί του έναν ολόκληρο κόσμο σημειολογίας και καλλιτεχνικής διάθεσης που απέχει σημαντικά από την πρότερη γραμμή του Dior.
Η στρατηγική της LVMH και το μεγάλο στοίχημα
Η επιλογή της LVMH να του εμπιστευθεί τον δεύτερο μεγαλύτερο εμπορικά οίκο της –με πωλήσεις άνω των 5 δισ. ευρώ ετησίως– δείχνει την πρόθεσή της να ξεφύγει από την ύφεση δημιουργικότητας που διαπιστώνεται στον χώρο των luxury brands. Σε μια περίοδο που το κοινό αρχίζει να κουράζεται από το μινιμαλιστικό branding και την ασφάλεια του «ήπιου» design, η LVMH επιστρατεύει τον Anderson για να αναζωπυρώσει τη φαντασία, την πρόκληση και την αισθητική υπεροχή.
Ένας σχεδιαστής-μαραθωνοδρόμος
Ο Anderson είναι γνωστός για την υπερπαραγωγική δημιουργικότητά του, με πάνω από 18 συλλογές ετησίως για τον ίδιο, τη Loewe και συνεργασίες όπως αυτή με την Uniqlo. Παρά τον τεράστιο φόρτο, έχει καταφέρει να διατηρήσει υψηλό επίπεδο ποιότητας και καινοτομίας, εδραιώνοντας τη φήμη του ως ενός από τους πιο ρηξικέλευθους σχεδιαστές της γενιάς του.
Ο νέος του ρόλος στον Dior αναμένεται να τον φέρει αντιμέτωπο με το πιο απαιτητικό δημιουργικό στοίχημα της καριέρας του, διατηρώντας παράλληλα τη διεύθυνση και των υπόλοιπων οίκων. Αν πετύχει, όχι μόνο θα αναμορφώσει το προφίλ της Dior, αλλά και θα επαναπροσδιορίσει την ίδια την έννοια της πολυτέλειας στη μόδα.
Η μόδα επιστρέφει στο όνειρο
Η επιλογή του Anderson εντάσσεται σε μια ευρύτερη επιστροφή της μόδας στον ρόλο της ως φορέα αισθητικής ανατροπής, ταυτότητας και αφήγησης. Σε αντίθεση με την ηρεμία και την ασφάλεια της «ήσυχης πολυτέλειας», η νέα εποχή της Dior φαίνεται πως θα χτιστεί πάνω στο «σοκ του ωραίου», στην πολιτισμική δύναμη των ρούχων και στη δύναμη του σχεδιασμού να αφηγείται ιστορίες.
Ο Anderson δεν είναι απλώς ένας ταλαντούχος σχεδιαστής. Είναι ένας καλλιτέχνης που κατανοεί τον χρόνο και το βλέμμα της εποχής του. Και αυτό ακριβώς χρειάζεται σήμερα η Dior – και η μόδα γενικότερα: λιγότερη επανάληψη και περισσότερη έμπνευση. Το τέλος της ήσυχης πολυτέλειας είναι, ίσως, η αρχή ενός νέου δημιουργικού κεφαλαίου.