Με λόγια που σοκάρουν, ο πρώην υπουργός Ανδρέας Λοβέρδος κατέθεσε στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών στη δίκη των πρώην προστατευόμενων μαρτύρων της υπόθεσης Novartis, αφήνοντας αιχμές όχι μόνο για τη σκοπιμότητα των μαρτυριών, αλλά και για την τότε πολιτική ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, προσωπικά για τον Αλέξη Τσίπρα.
Η κατάθεσή του κινήθηκε σε υψηλούς τόνους, με τον κ. Λοβέρδο να αναφέρει ανοιχτά ότι είχε σκοπό να χτυπήσει τον τότε πρωθυπουργό μέσα στη Βουλή, αλλά «οι συνεργάτες του τον απέτρεψαν» γιατί κάτι τέτοιο «θα ισοδυναμούσε με την πολιτική του καταστροφή».
«Είχα αποφασίσει να δείρω τον Τσίπρα μέσα στη Βουλή»
Η δήλωση του πρώην υπουργού Παιδείας και Υγείας, κατά την ακρόασή του ως μάρτυρα, ξεπέρασε τα όρια της ρητορικής έντασης. «Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να νιώθω την ανάγκη να τον χτυπήσω. Το μίσος με κατέκλυσε», ανέφερε χαρακτηριστικά, εξηγώντας ότι ένιωσε βαθιά αδικία και προσωπική στοχοποίηση.
«Είχα αποφασίσει να δείρω τον Τσίπρα στη Βουλή, αλλά οι συνεργάτες μου με σταμάτησαν. Αυτός έπρεπε να είναι ο κατηγορούμενος, αλλά εγώ είμαι πολιτικός. Δεν στρέφομαι ποτέ κατά πολιτικών, δημοσιογράφων και δικαστών», συμπλήρωσε με νόημα.
Η αποστροφή αυτή δεν είναι μόνο ενδεικτική του συναισθηματικού φορτίου της υπόθεσης, αλλά επαναφέρει στο επίκεντρο την πολιτική διαχείριση της υπόθεσης Novartis από την τότε κυβέρνηση, η οποία είχε προκαλέσει θεσμικές και κοινωνικές τριβές.
Κατηγορίες για ψευδομαρτυρίες και οικονομικά κίνητρα
Ο κ. Λοβέρδος ήταν σαφής ως προς τη στόχευση των καταγγελιών του: «Μηνύω τους προστατευόμενους μάρτυρες γιατί αυτοί είπαν τα ψέματα, όχι ο Φρουζής. Δεν είχα λόγο να στραφώ εναντίον του».
Κατηγόρησε ανοιχτά τους μάρτυρες Φιλίστωρα Δεστεμπασίδη και Μαρία Μαραγγέλη ότι είπαν ψέματα για να λάβουν οικονομικά οφέλη από τις Ηνωμένες Πολιτείες, πληροφορία την οποία – όπως είπε – του την μετέφερε ο πρώην προστατευόμενος μάρτυρας Νίκος Μανιαδάκης.
«Από τον Μανιαδάκη τα έμαθα όλα. Του είπαν “δώσε Σαμαρά και Λοβέρδο” για να φύγεις με την οικογένειά σου. Αυτή ήταν η εντολή», αποκάλυψε, προσδίδοντας μια διάσταση οργανωμένου σχεδίου κατασκευής ενόχων για πολιτική εξόντωση.
Ο ρόλος Κοντονή και η ενόχληση του εισαγγελέα
Αίσθηση προκάλεσε και η αναφορά του πρώην υπουργού στον τότε υπουργό Δικαιοσύνης, Σταύρο Κοντονή, λέγοντας ότι κατά τη διάρκεια της διαδικασίας δέχθηκε τηλεφώνημα από εκείνον, το οποίο δεν απάντησε καθώς βρισκόταν εν εξελίξει η κατάθεσή του.
Η συγκεκριμένη φράση προκάλεσε την παρέμβαση του εισαγγελέα της έδρας, ο οποίος δήλωσε πρόθεση να καλέσει τον κ. Κοντονή να καταθέσει ως μάρτυρας, καθώς – όπως είπε – «έχει πει αλήθειες που έχουν ταράξει το κοινωνικό σύνολο».
Η ενέργεια αυτή ενδέχεται να ανοίξει νέο κεφάλαιο στη δίκη, καθώς ο πρώην υπουργός έχει δημόσια αποστασιοποιηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ, αφήνοντας αιχμές για πολιτική χειραγώγηση της Δικαιοσύνης στην υπόθεση Novartis.
«Η διαφθορά βασίλευε στο Υπουργείο Υγείας»
Ο Ανδρέας Λοβέρδος δεν μάσησε τα λόγια του ούτε όταν ρωτήθηκε για τη γενικότερη εικόνα της διαφθοράς στον χώρο της Υγείας: «Η διαφθορά βασίλευε, ειδικά σε εκείνη τη συγκυρία. Διαχειριζόμασταν την πτώχευση της χώρας, τα πάντα ήταν ανοιχτά».
Παραδέχτηκε ότι μέχρι να εφαρμοστεί η ηλεκτρονική συνταγογράφηση υπήρχε εκτεταμένη κατάχρηση, φέρνοντας ως παράδειγμα προσωπικό του βίωμα: «Πήγα να πάρω φάρμακο και μου λένε “μην πληρώνεις, έχω του πεθερού σου το βιβλιάριο”».
Ωστόσο, υπογράμμισε ότι οι καταγγελίες των προστατευόμενων μαρτύρων για εκείνη την περίοδο «ήταν αδιανόητες» και δεν στηρίζονταν σε κανένα στοιχείο. Έδειξε απόλυτη εμπιστοσύνη στην ορθότητα των δικών του πολιτικών αποφάσεων, αλλά και των συναδέλφων του, λέγοντας: «Αν μου έλεγαν για Πικραμμένο, Σαμαρά, Βενιζέλο, θα ήξερα ότι πρόκειται για ψέματα».
Η δικαστική συνέχεια και το πολιτικό παρασκήνιο
Η δίκη που βρίσκεται σε εξέλιξη αναμένεται να συνεχιστεί με εντατικούς ρυθμούς, ενώ η πιθανή κλήση του Σταύρου Κοντονή μπορεί να προσδώσει νέα θεσμική και πολιτική βαρύτητα στην υπόθεση.
Η κατάθεση Λοβέρδου επιχειρεί να αλλάξει το αφήγημα: από μια υπόθεση διαφθοράς που στόχευε πολιτικά πρόσωπα, σε μια υπόθεση πολιτικής εργαλειοποίησης της Δικαιοσύνης με στόχο την εξόντωση αντιπάλων. Οι αναφορές σε συναισθήματα μίσους, οργής και πολιτικής αυτοσυγκράτησης αποκαλύπτουν και το προσωπικό κόστος που επωμίστηκαν οι κατηγορούμενοι, ανεξαρτήτως της νομικής κατάληξης.
Εν αναμονή της κρίσιμης συνέχειας, ο δημόσιος διάλογος για τη Novartis αποκτά εκ νέου πολιτικό φορτίο – και ίσως τώρα αρχίσει να φωτίζεται και η άλλη πλευρά.