Βασίλης Μαζωμένος: «Η αληθινή αγάπη είναι έκνομη»
«Η θέση της αγάπης στις μέρες μας είναι παρεξηγημένη. Μόνο η αληθινή αγάπη είναι έκνομη και είναι αυτή που μπορεί να οδηγήσει στη λύτρωση», υποστηρίζει ο σκηνοθέτης Βασίλης Μαζωμένος, ο οποίος έρχεται στη Θεσσαλονίκη με την ταινία «Καθαρτήριο», στο πλαίσιο του 63ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Μία ταινία με επτά διαφορετικές ιστορίες αγάπης στη σύγχρονη Ελλάδα, από ανθρώπους που την αναζητούν, τη βρίσκουν και τη χάνουν.
MOTO: «Το κινηματογραφικό σύστημα χρειάζεται ένα “σοκ” για να απογειωθεί»
Ο Βασίλης Μαζωμένος είναι Έλληνας σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός ταινιών, έχει γράψει και σκηνοθετήσει δέκα μεγάλου μήκους ταινίες, ενώ παράλληλα είναι γνωστός και ως παραγωγός μικρού μήκους ταινιών. Σε συνέντευξή του στην Karfitsa, μιλάει για τις διαδικασίες της ταινίας «Καθαρτήριο», για τους πρωταγωνιστές, ενώ, παράλληλα αναφέρει ότι το κινηματογραφικό σύστημα χρειάζεται σοβαρά κονδύλια για την παραγωγή ώστε να «απογειωθεί».
Συνέντευξη στη ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΛΑΔΑ
Πείτε μας λίγα λόγια για την ταινία. Πότε γυρίστηκε, σε ποιες περιοχές, πόσο διήρκησαν τα γυρίσματα;
Η ταινία γυρίστηκε τέλος του 2021 και ολοκληρώθηκε την άνοιξη του 2022. Τα γυρίσματα διήρκησαν μόλις 14 μέρες, αλλά τόσο η προετοιμασία, όσο και το post production διήρκησαν πάνω από δυο μήνες. Γυρίστηκε όλη εντός Αττικής.

Ο τίτλος της ταινίας σας «Καθαρτήριο» τί συμβολίζει και γιατί επιλέξατε τη συγκεκριμένη ονομασία;
Όπως είναι γνωστό (από τον Δάντη) στο Καθαρτήριο η ψυχή βρίσκεται σε μια κατάσταση αναμονής για την είσοδο της στον Παράδεισο. Ο τίτλος μπορεί να θυμίζει τον Μεσαίωνα, αφού παραπέμπει σε ψυχές, βασανιστήρια, αιώνιο θάνατο ή αιώνια λύτρωση. Τόσο μακριά και όμως τόσο κοντά στην εποχή μας. Μια εποχή διάλυσης του κοινωνικού ιστού. Μια εποχή που ο άνθρωπος μοιάζει να είναι μετέωρος ανάμεσα σε δυο κόσμους, όπως ο κύριος Κ στον Πύργο του Κάφκα. Σε αυτήν την εποχή της αναμονής, λοιπόν, τι άλλο να αναζητά κανείς παρά την κάθαρση του;

Η ταινία ποιο μήνυμα θέλει να περάσει στο κοινό;
Η ταινία, προσπαθεί να δείξει αυτή την τρέλα που επικρατεί στις μέρες μας, έχοντας όμως ως σταθερή την αγάπη που όλοι οι ήρωες των ιστοριών αναζητούν ως καταφύγιο. Και ακόμα κι αν δεν τους δίνεται ή δεν τους ανήκει πραγματικά, την αρπάζουν όπως ένας διψασμένος άνθρωπος στην έρημο αρπάζει ένα μπουκάλι για την τελευταία σταγόνα νερού.

Αν μπορείτε να μας πείτε λίγα λόγια για τους πρωταγωνιστές της ταινίας, τους χαρακτήρες και τις ιδιαιτερότητές τους
Η μαυροντυμένη γυναίκα (Ηλέκτρα Γεννατά), ο Μοναχός (Κώστας Μπάρας), η νεαρή πόρνη (Νεφέλη Κουρή), ο νεαρός χούλιγκαν (Χρήστος Ζαχάρωφ), η αστυνομικός (Μαρία Ζορμπά), η μικροαστή θεούσα (Αγγελική Καρυστινού) και ο φίλος (Ανδρέας Νάτσιος) βρίσκονται όλοι σε ένα διαρκές αγχωτικό επεισόδιο. «Πώς να το πιστέψω ότι έχασα τον άντρα μου, πώς θα καταφέρω να επιστρέψω την αγάπη του Θεού, πώς θα ξεφύγω από τους βρωμερούς ιδρώτες, πώς θα φτύσω κατάμουτρα τα πλούτη των δικών μου, πώς θα ξαναβρώ πατέρα, πώς θα γευτώ την ηδονή όταν με κοιτά ο Θεός, πώς θα ελευθερώσω το φίλο μου από μια άθλια ζωή».

Γιατί επιλέξατε να παρουσιάσετε επτά ιστορίες αγάπης; Συμβολίζει κάτι ο αριθμός;
Η ταινία αν και μοιάζει σπονδυλωτή, δεν είναι. Τα μέρη της είναι κεφάλαια τα οποία υπηρετούν το κεντρικό θέμα και αναφέρονται σε αυτό. Οι ήρωές τους, άλλωστε, μπαινοβγαίνουν στις ιστορίες, σε μια διαλεκτική σχέση όλων με όλα. Ως «ιερός αριθμός», το 7, χρησιμοποιείται ευρύτατα από την αρχαιότητα. Στις θρησκείες, στις παραδόσεις, στις Τέχνες και σε άπειρα έργα του ανθρώπινου πολιτισμού. Άρα ποιος άλλος αριθμός από το επτά;
Τι θέση έχει η αγάπη στην σύγχρονη κοινωνία μας;
Παρεξηγημένη. Είτε καπελώνεται από την Ορθόδοξη παράδοση είτε από φτηνούς συναισθηματισμούς, το αδιέξοδο είναι το ίδιο. Η αληθινή αγάπη είναι έκνομη και μόνο ως τέτοια οδηγεί στη λύτρωση. Όλο το άλλο αποτελεί κολακεία προς το κοινό μέσο γούστο, το οποίο βαυκαλίζεται από λαϊκότροπες ιδεοληψίες.

Ο κινηματογράφος στην Ελλάδα είναι μια δύσκολη υπόθεση; Υπάρχει στήριξη από το κράτος για την δημιουργία ελληνικών ταινιών; Η πραγματικότητα είναι γνωστή. Γίνονται προσπάθειες, όπως το ΕΚΟΜΕ, αλλά αν δεν δοθούν σοβαρά κονδύλια στην παραγωγή δεν οδηγούμαστε πουθενά. Θα ομφαλοσκοπούμε και θα αρκούμαστε στις φεστιβαλικές επιτυχίες και στην κολακεία του ειδικού κοινού. Το κινηματογραφικό σύστημα θέλει ένα «σοκ» για να απογειωθεί και οι ατομικές επιτυχίες δεν συνιστούν επιβράβευση των θεσμών.