Η παγκόσμια ενεργειακή κρίση σε συνδυασμό με τον πόλεμο στην Ουκρανία διαμορφώνουν τις προτεραιότητες της κυβέρνησης αναφορικά από τη μία με την έρευνα των υδρογονανθράκων και από την άλλη την εκμετάλλευση του «εθνικού καυσίμου» όπως έχει χαρακτηριστεί ο λιγνίτης. Η απόφαση του πρωθυπουργού να ενεργοποιηθούν οι έρευνες, ειδικά στη δυτική Ελλάδα και στο Ιόνιο, όπου υπάρχουν εκτιμήσεις για κοιτάσματα που μπορούν να αξιοποιηθούν, έγινε δεκτή με ικανοποίηση από μία μερίδα επιστημόνων, οι οποίοι εδώ και χρόνια ζητούν να αξιοποιηθεί ο πλούτος στο ελληνικό υπέδαφος.
«Οπωσδήποτε χρειάζεται έρευνα υδρογονανθράκων, είναι όχι απλώς λογικό αλλά καθήκον για τη σημερινή και τις επόμενες γενιές. Δεν υπάρχει κράτος στον πλανήτη που να σταματάει την έρευνα και τις γεωτρήσεις στο υπέδαφός του όταν υπάρχουν ελπίδες για εύρεση κοιτασμάτων». Ο Άγγελος Μαυροματίδης είναι ειδικός γεωλόγος και στέλεχος πετρελαϊκής εταιρίας των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων με καταγωγή από τη Θεσσαλονίκη. Είναι από τους επιστήμονες που ασχολούνται με τους υδρογονάνθρακες, που είχαν προτείνει πριν χρόνια στην ελληνική κυβέρνηση να εκπονήσουν ένα σχέδιο έρευνας και αξιοποίησης των κοιτασμάτων, ειδικά σε περιοχές που δεν προκαλούν κινδύνους εντάσεων, όπως είναι το Αιγαίο.
Οι περιοχές βορειοδυτικά της Κέρκυρας στο Ιόνιο, ο Κυπαρισσιακός κόλπος, οι θαλάσσιες περιοχές δυτικά και νοτιοδυτικά της Κρήτης, καθώς και τα Ιωάννινα, αποτελούν τα σημεία για τα οποία η κυβέρνηση φαίνεται να άναψε το πράσινο φως. Στις περιοχές της Κρήτης η ερευνητική κοινοπραξία αποτελείται από τις εταιρίες Total, ExxonMobil και Ελληνικά Πετρέλαια ενώ στην Κέρκυρα δραστηριοποιείται η κοινοπραξία Energean – ΕΛΠΕ, στο Ιόνιο και τον Κυπαρισσιακό τα ΕΛΠΕ και στα Ιωάννινα η Energean. Οι λοιπές χερσαίες περιοχές στη Δυτική Ελλάδα που είχαν παραχωρηθεί για έρευνα (Αιτωλοακαρνανία, Άρτα – Πρέβεζα και βορειοδυτική Πελοπόννησος) επιστράφηκαν στο ελληνικό Δημόσιο, ενώ στην ίδια κατεύθυνση προσανατολίζονται οι εξελίξεις και για την θαλάσσια περιοχή του δυτικού Πατραϊκού κόλπου όπου οι ενδείξεις από τις έρευνες που προηγήθηκαν οδηγούν στο συμπέρασμα για ύπαρξη πετρελαίου και όχι φυσικού αερίου.
«Εμείς είπαμε ότι εάν δεν βρεθούν εταιρίες για έρευνα και αξιοποίηση, τότε το κράτος πρέπει να δημιουργήσει μια καινούρια αμιγώς κρατική εταιρία με χρονικό ορίζοντα όμως, που να ασχοληθεί με την έρευνα και τον εντοπισμό κοιτασμάτων», σημείωσε ο κ. Μαυροματίδης μιλώντας στην Karfitsa.
Υπάρχουν κοιτάσματα
Σύμφωνα με τις έρευνες της ομάδας επιστημόνων στην οποία συμμετείχε ο κ. Μαυροματίδης, στην Ελλάδα υπάρχει πρόσφορο έδαφος για έρευνα στις περιοχές της Επανομής στη Θεσσαλονίκη, του Ιονίου και της Ηπείρου, παρότι στη Δυτική Ελλάδα είχαν γίνει προσπάθειες γεωτρήσεων, που όμως δεν απέδωσαν, οπότε οι εταιρείες που τις είχαν αναλάβει αποχώρησαν το 2002. Στην Ελλάδα, ανέφερε ο ειδικός γεωλόγος, δεν υπάρχουν λίμνες πετρελαίου, αλλά υπάρχουν κοιτάσματα, εντοπισμένα μέχρι στιγμής στη Θάσο, στο Κατάκολο και στην Επανομή. Επίσης υπάρχουν εκτιμήσεις για πετρελαιοπιθανές περιοχές, αγνώστων όμως διαστάσεων και ποιότητας, καθώς υπάρχουν εμφανίσεις επιφανειακών κηλίδων, επισημαίνεται στο αποτέλεσμα των ερευνών. Η εποχή πλέον κρίνεται απολύτως κατάλληλη, λόγω της ενεργειακής κρίσης, ειδικά μάλιστα επειδή υπάρχουν ενισχυμένες εκτιμήσεις πως σε κάποια σημεία ενδεχομένως να υπάρχουν κοιτάσματα που οδηγούν στην παραγωγή αερίου.
Η απόφαση για ενεργοποίηση του μηχανισμού έρευνας πρόκειται για εξέλιξη «που μας δικαίωσε», σημείωσε ο κ. Μαυροματίδης. «Η κυβέρνηση επιτέλους αποφάσισε να ξεκινήσει την έρευνα υδρογονανθράκων, αν και οι υπάρχουσες ξένες εταιρίες μάλλον δεν έχουν διάθεση να προχωρήσουν σε έρευνα υδρογονανθράκων λόγω του κόστους και βέβαια των κωλυσιεργιών και καθυστερήσεων», κατέληξε.
Στη χώρα μας οι πρώτες γεωτρήσεις έγιναν στη Δυτική Ελλάδα Ελληνοαμερικανούς το 1937. Η πρώτη ανακάλυψη κοιτάσματος γίνεται το 1973 στη Θάσο και δύο χρόνια μετά ιδρύεται με προτροπή του Κωνσταντίνου Καραμανλή η Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίου. Το 1981 σταματάει η έρευνα και νέα προσπάθεια ξεκινάει το 1986, όταν ανακαλύπτονται κοιτάσματα στο Κατάκολο και στην Επανομή. Το 1996 παραχωρούνται για έρευνα περιοχές της Δυτικής Ελλάδας σε δύο ξένες εταιρείες με τη συμμετοχή των ΕΛΠΕ, αλλά οι έρευνες δεν έχουν αποτέλεσμα και οι εταιρείες αποχώρησαν το 2002.
Αλλάζουν τα σχέδια για τον τόπο του λιγνίτη
Στη Δυτική Μακεδονία η ενεργειακή κρίση παρέτεινε κατά τουλάχιστον δύο χρόνια, σύμφωνα με τις πρωθυπουργικές εξαγγελίες, την απολιγνιτοποίηση. Η μονάδα της Πτολεμαΐδας 5 που είχε σχεδιαστεί να λειτουργήσει ως το 2025 αποφασίστηκε να σταματήσει το 2028. Και για τις μονάδες Άγιος Δημήτριος 5 και Μελίτη που είχε σχεδιαστεί να κλείσουν το 2023, εξετάζεται να παραταθεί η λειτουργία τους.
Η ανάγκη απεξάρτησης από το φυσικό αέριο έχει δημιουργήσει νέα δεδομένα, παρά τη λειτουργία του μεγαλύτερου βαλκανικού πάρκου ηλιακής ενέργειας που εγκαινίασε ο πρωθυπουργός. «Το στοίχημα τοποθετείται λανθασμένα. Δεν είναι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας ή λιγνίτης. Είναι εάν οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας μπορούν να σταθούν τόσο τεχνικά όσοι και θεσμικά», τόνισε μιλώντας στην Karfitsa στέλεχος της ΔΕΗ, με θητεία πολλών ετών στα λιγνιτορυχεία της Δυτικής Μακεδονίας. Εξήγησε πως το ζήτημα αποθήκευσης της ενέργειας εξακολουθεί να αποτελεί το καίριο ζήτημα, ειδικά σε ώρες που οι ΑΠΕ δεν έχουν δυνατότητα παραγωγής.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα δόθηκε όταν τις προηγούμενες ημέρες η Ελλάδα σε μία νύχτα χρειάστηκε να αγοράζει ενέργεια από γειτονικές χώρες σε ποσοστό 51% της κατανάλωσης. Και αυτό επειδή τις συγκεκριμένες ώρες η αιολική ενέργεια δεν είχε αποτελέσματα λόγω της άπνοιας, ενώ λόγω νύχτας δεν υπήρχε ρεύμα από την ηλιακή. «Η αποθήκευση της ενέργειας έχει χαμηλό συντελεστή απόδοσης που φτάνει και το 15%», εξήγησαν ειδικοί. Αυτό όμως δεν συμβαίνει με τον λιγνίτη, που νυχθημερόν καίγεται στα εργοστάσια της Δυτικής Μακεδονίας.
Ένα άλλο οξύμωρο είναι ότι μία από τις χώρες από τις οποίες η Ελλάδα αγοράζει ρεύμα είναι η Βόρεια Μακεδονία. Η γειτονική χώρα παράγει ρεύμα από τον λιγνίτη. Και μάλιστα από τα ίδια κοιτάσματα που εκμεταλλεύεται η Ελλάδα στην περιοχή της Φλώρινας.
Τεχνικοί της ΔΕΗ σχολιάζοντας τις αποφάσεις για απολιγνιτοποίηση, εξέφραζαν ενστάσεις όχι για την αντικατάσταση από τις ΑΠΕ, που όλοι επιθυμούν, αλλά για το γεγονός ότι η χώρα μπορεί ενεργειακά να εκτεθεί. «Γερμανοί πολιτικοί είπαν και σε μας τους ίδιους ότι ο λιγνίτης δεν στηρίζει απλώς την ενεργειακή ανεξαρτησία της Ελλάδας, αλλά και όλης της Ευρωπαϊκής Ένωσης», μετέφεραν.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ KARFITSA