Πολλά στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων αδυνατούν να καλύψουν βασικές ανάγκες και στρέφονται σε κοινωνικές δομές – Κοινό μυστικό ότι πολλοί εργάζονται παράνομα ως σερβιτόροι, σεκιούριτι, ξενοδοχο-υπάλληλοι ακόμα και σε… χωράφια
ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΦΑΝΗ ΧΑΡΙΣΗ
«Σήμερα στην γειτονική Βουλγαρία ο κατώτατος μισθός του κατώτατου στρατιωτικού είναι 1.150 ευρώ. Ο Εύελπις στην Ελλάδα λαμβάνει (σ.σ. μόλις αποφοιτήσει) 900 – 950 ευρώ ενώ αντίστοιχα στην Τουρκία ο πρώτος μισθός τους είναι 1.600 ευρώ. Στην Ελλάδα, οι στρατιωτικοί έχουν μείνει πίσω (μισθολογικά) για πάρα πολλά χρόνια». Με αυτά τα λόγια ο Αντιπρόεδρος Μέριμνας Προσωπικού, της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ενώσεων Στρατιωτικών (Π.ΟΜ.ΕΝ.Σ.), Σμήναρχος (ΤΣΕ), Νικόλαος Παναγιωτίδης περιγράφει στην «Κ» την μισθολογική κατάσταση των στρατιωτικών και των τριών κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων στην Ελλάδα επισημαίνοντας ότι υπάρχει μεγάλη ανησυχία στα στελέχη εξαιτίας των χαμηλών μισθών τους ενώ πολλοί δεν μπορούν πλέον να καλύψουν βασικές οικογενειακές ανάγκες.
Άλλοι καθυστερούν την πληρωμή των ενοικίων τους και την εξυπηρέτηση των δανείων τους ενώ ακόμα πιο ανησυχητικό είναι ότι όπως επισημαίνει η Π.ΟΜ.ΕΝ.Σ. σε επιστολή που έστειλε στον υπουργό Εθνικής Άμυνας αλλά και σε άλλους υπουργούς και βουλευτές, ότι στις τάξεις των στρατιωτικών «υπάρχει ανησυχητική αύξηση αιτήσεων για βοήθεια από κοινωνικές δομές και φορείς»!
Η κατάσταση είναι εξαιρετικά δύσκολη και το πλεονέκτημα που υπήρχε παλαιότερα περί εργασιακής και οικονομικής αποκατάστασης για όποιον επέλεγε τις Ένοπλες Δυνάμεις πλέον όχι μόνο δεν υπάρχει αλλά όπως αναφέρεται από την Π.ΟΜ.ΕΝ.Σ. αρκετοί στρατιωτικοί βιώνουν εξαιρετικά δύσκολη καθημερινότητα σε σημείο που απευθύνονται σε κοινωνικές δομές και φορείς.
Έτσι η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ενώσεων Στρατιωτικών (Π.ΟΜ.ΕΝ.Σ.) εισηγείται με επιστολή της προς τον υπουργό Εθνικής Άμυνας και άλλα συναρμόδια υπουργεία να δοθεί θεσμοθετημένα στους στρατιωτικούς η δυνατότητα παράλληλης αμειβόμενης εργασίας, δηλαδή να μπορούν με την άδεια του κράτους να κάνουν δεύτερη δουλειά για να μπορέσουν να ζήσουν οι ίδιοι και οι οικογένειες τους αν και είναι κοινό μυστικό ότι πολλοί στρατιωτικοί ήδη εργάζονται και σε άλλη εργασία.
«Να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας, σήμερα η δεύτερη δουλειά είναι δεδομένη για πάρα πολλούς στρατιωτικούς. Δηλαδή αν ξεκινήσουμε από τον Έβρο αλλά και σε άλλες περιοχές πολλοί συνάδελφοι δουλεύουν στα χωράφια τους, ή σε καταστήματα ή και σε εταιρείες των συζύγων τους, άλλοι συνάδελφοι δουλεύουν ως σερβιτόροι, ως ξενοδοχο-υπάλληλοι, ως σεκιούριτι κλπ. Είναι μια μεγάλη κατηγορία συναδέλφων που αναγκάζονται εκ των πραγμάτων να κάνουν δεύτερη δουλειά» είπε στην «Κ» ο κ. Παναγιωτίδης προσθέτοντας ότι μόνο το κόστος των ενοικίων που επωμίζεται ένας στρατιωτικός που μετατίθεται από μια πόλη σε μία άλλη είναι δυσβάσταχτο.
Βάσει του άρθρου 63 παρ. 3 του ΝΔ 1400/1973 και του άρθρου 25 παρ. 4 του ΣΚ 20-1, απαγορεύεται στους εν ενεργεία στρατιωτικούς η άσκηση οποιασδήποτε ιδιωτικής επαγγελματικής δραστηριότητας. Μοναδικές εξαιρέσεις προβλέπονται για υγειονομικούς, μουσικούς και διδάσκοντες σε δημόσιες ή ιδιωτικές σχολές ή εκπαιδευτικά εν γένει ιδρύματα, υπό προϋποθέσεις και κατόπιν σχετικής άδειας.
Σήμερα όσοι στρατιωτικοί κάνουν δεύτερη εργασία είναι παράνομοι και σε περίπτωση που γίνουν αντιληπτοί θα υποστούν τις σχετικές κυρώσεις οι οποίες είναι κλιμακούμενες αλλά φτάνουν έως και την απόταξη από το Σώμα καθώς είναι αντισυνταγματική η δεύτερη εργασία για τους στρατιωτικούς.
«Εμείς λέμε ότι σήμερα όλοι όσοι εργάζονται στο δημόσιο τομέα έχουν την δυνατότητα εκ του νόμου να κάνουν και δεύτερη εργασία για να συμπληρώσουν το εισόδημα τους και ζητάμε πλέον αυτή η δυνατότητα να δοθεί και σε εμάς τους στρατιωτικούς» είπε ο κ. Παναγιωτίδης.
Έτσι, στην επιστολή της προς τον κ. Δένδια η Π.ΟΜ.ΕΝ.Σ. εισηγείται την «θεσμοθέτηση δυνατότητας άσκησης παράλληλης αμειβόμενης δραστηριότητας, υπό προϋποθέσεις και με ρυθμιστικό πλαίσιο που θα εξασφαλίζει τη μη διατάραξη της υπηρεσιακής αποστολής. Η δυνατότητα αυτή μπορεί να ενταχθεί στο πλαίσιο προστασίας της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ΕΣΔΑ (European Convention on Human Rights – ECHR)» και επισημαίνει ότι η απαγόρευση κάθε παράλληλης απασχόλησης «χωρίς καμία θεσμική πρόβλεψη για ενίσχυση εισοδήματος, συνιστά άνιση μεταχείριση έναντι άλλων δημοσίων υπαλλήλων. Οι στρατιωτικοί δεν ζητούν προνόμια, αλλά την δυνατότητα αξιοπρεπούς διαβίωσης. Παράλληλα προσθέτουν ότι «η ιδιαίτερη αποστολή των Ενόπλων Δυνάμεων δεν μπορεί να αποτελεί αιτία επιβολής επιπρόσθετων περιορισμών στα κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα των στελεχών τους. Οφείλουμε να εξασφαλίζουμε τις απαραίτητες συνθήκες ώστε να επιτελούν την αποστολή τους με πλήρη αφοσίωση, επαγγελματισμό και αίσθημα ασφάλειας».
Οι αυξήσεις όπως λέει ο κ. Παναγιωτίδης που είδαν τα τελευταία χρόνια τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων «είναι τα 30 ευρώ που δόθηκαν από 1η Απριλίου σε όλους τους δημόσιους υπαλλήλους και το επίδομα επικινδυνότητας που θα δοθεί από 1η Ιουλίου που αναλογικά το καθαρό ποσό είναι από 54 ως 68 ευρώ». Η Π.ΟΜ.ΕΝ.Σ. ζητά επίσης την σταδιακή αποκατάσταση των αποδοχών τους στα προ μνημονίων επίπεδα, στο πλαίσιο μισθολογικού εξορθολογισμού των ειδικών μισθολογίων.
Αξιοσημείωτο πάντως είναι ότι στις τάξεις των στρατιωτικών υπάρχουν και φωνές με τις οποίες συνομίλησε η «Κ» που διαφωνούν με την δεύτερη εργασία λέγοντας ότι η δουλειά των στρατιωτικών είναι να υπηρετούν το λαό και τα εθνικά κυριαρχικά μας δικαιώματα κι ότι θα πρέπει οι στρατιωτικοί να αμείβονται πολύ καλά – κάνοντας λόγο για κατακόρυφη αύξηση των αποδοχών, καταβολή αποζημίωσης νυχτερινής εργασίας και υπερεργασίας- κι όχι να αναζητούν δεύτερη και τρίτη εργασία.
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι χαμηλές αμοιβές των στρατιωτικών είναι μια από τις κυριότερες αιτίες των μαζικών παραιτήσεων που σημειώνονται στις Ένοπλες Δυνάμεις -καθώς οι αξιωματικοί των ανώτατων και ανώτερων σχολών βρίσκουν εύκολα εργασία με ελκυστικά πακέτα αποδοχών στο εξωτερικό- αλλά και της αδιαφορίας των νέων να περάσουν σε στρατιωτικές σχολές και στη συνέχεια να κάνουν καριέρα σε αυτές.
Ινστιτούτο ΓΣΕΕ: Καθηλωμένοι οι μισθοί- Δεν διασφαλίζουν αξιοπρεπή διαβίωση
Στην Ελλάδα οι αριθμοί ευημερούν αλλά οι άνθρωποι δυστυχούν, όπως είχε διαπιστώσει τη δεκαετία του ΄60 ο Γεώργιος Παπανδρέου. Κάτι που δυστυχώς ισχύει και σήμερα.
Η χώρα ναι μεν άφησε πίσω της τα πέτρινα χρόνια των μνημονίων και τις αγκυλώσεις της επιτήρησης αφού η οικονομία βρίσκεται σε ρυθμό ανάπτυξης πλην όμως χιλιάδες εργαζόμενοι, μεταξύ των οποίων και ο σημαντικός κλάδος των στρατιωτικών, αδυνατούν να επιβιώσουν αφού το εισόδημα ροκανίζεται θεαματικά από το υψηλό κόστος της στέγασης, της ενέργειας και εν γένει της ακρίβειας που επικρατεί.
Όπως διαπιστώνει το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ στην ετήσια έκθεση του για την οικονομία και την απασχόληση που δόθηκε στη δημοσιότητα στις αρχές της εβδομάδας «τo 2024 η ελληνική οικονομία διατήρησε τον ήπιο ρυθμό μεγέθυνσής της, με το
πραγματικό ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 2,3%» με την κατανάλωση και τις επενδύσεις να έχουν θετική συμβολή σε αυτήν την αύξηση.
Και κάπου εδώ σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης σταματούν τα καλά νέα καθώς όπως επισημαίνεται σε αυτή «λαμβάνοντας υπόψη το ύψος των εισοδημάτων και το κόστος διαβίωσης, η Ελλάδα είναι το δεύτερο φτωχότερο κράτος-μέλος της ΕΕ».
Περαιτέρω δε, το Ινστιτούτο της ΓΣΕΕ επισημαίνει ότι «δεκαπέντε και πλέον χρόνια μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, οι μισθοί στη χώρα μας εξακολουθούν να είναι καθηλωμένοι σε επίπεδα που δεν διασφαλίζουν ένα επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης για μεγάλο τμήμα των απασχολουμένων»
Ακόμα όπως αναφέρεται στην έκθεση ότι «την περίοδο 2019-2024 η πραγματική παραγωγικότητα της εργασίας στο σύνολο της οικονομίας αυξήθηκε κατά 1,2%, αλλά το μέσο πραγματικό ωρομίσθιο μειώθηκε κατά 4,7%. Μεταξύ των 11 βασικών κλάδων της οικονομίας η πραγματική παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε σε οκτώ, αλλά το μέσο πραγματικό ωρομίσθιο αυξήθηκε μόλις σε δύο. Η βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας δεν μετουσιώνεται σε αυξημένα πραγματικά ωρομίσθια. Ως αποτέλεσμα, στην Ελλάδα το μερίδιο κερδών αυξήθηκε και το μερίδιο μισθών υποχώρησε».