Η Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ’60 μέσα από τα πρόσωπα και τα γεγονότα που την σημάδεψαν, ζωντανεύει μέσα από την αφήγηση μίας ιερόδουλης ,στο νέο βιβλίο του Βασίλη Τζανακάρη με τίτλο: «Αμαλία. Μία πόρνη στα αζήτητα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΕΛΛΗΝΟΕΚΔΟΤΙΚΗ.
Ο πολυγραφότατος συγγραφέας μας μίλησε για την εποχή που ιχνηλατεί το αφήγημά του, για τη δημοσιογραφία, τον Βάρναλη αλλά και για τα ανεπούλωτα τραύματα του Ελληνισμού…
Αρχετυπική η μορφή της πόρνης που επιλέξατε για κεντρική σας ηρωίδα. Πώς συναντηθήκατε;
Την Αμαλία τη γνώρισα, όπως και πολλοί συμμαθητές μου αλλά και οι περισσότεροι άντρες της Θεσσαλονίκης, στα χρόνια της δεκαετίας του ΄60. Στη διάρκεια εκείνων των χρόνων αλλά και αργότερα, η Αμαλία υπήρξε η πλέον διάσημη πόρνη της Θεσσαλονίκης. Εμείς, ως μαθητές του γυμνασίου δεν βλέπαμε πότε να έρθει η ώρα του Σαββατιάτικου σχολάσματος για να ξεχυθούμε στην περιοχή του Βαρδαρίου και ιδίως στον οίκο ανοχής της Αμαλίας, τα «πράσινα παντζούρια», για να απολαύσουμε τις ομορφιές της καθώς, από το δωμάτιο των συνευρέσεών της, έβγαινε πάντα όπως τη γέννησε η μάνα της. Όσο για τις συναντήσεις μας και τα όσα κουβεντιάζω μαζί της, αυτά ανήκουν στους κανόνες του αφηγήματος που η πεζογραφία το θέλει να ακροβατεί ανάμεσα στον μύθο και την πραγματικότητα.
Με ποια πρόθεση γράψατε το τριακοστό βιβλίο σας; Τι έμεινε μέσα σας σε άνω τελεία και θελήσατε να του δώσετε τον λόγο;
Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν… άνω τελείες για τους συγγραφείς. Ήδη δουλεύω πάνω σε δύο καινούργια βιβλία μου. Οι πηγές έμπνευσης ποτέ δεν εξαντλούνται.
Ο ένας εκ των δύο βασικών ηρώων σας είναι δημοσιογράφος. Η θητεία σας στη δημοσιογραφία, καθόρισε μ’ έναν τρόπο το αφήγημά σας;
Όλα μου τα χρόνια υπήρξα μαχόμενος δημοσιογράφος σε εφημερίδες και περιοδικά. Ταυτόχρονα και για χρόνια, ασχολήθηκα με το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Έβγαλα τέσσερις εφημερίδες και για 34 χρόνια έβγαζα το μηνιάτικο περιοδικό ΓΙΑΤΙ (1975-2009), συνολικά 408 τεύχη. Επομένως τα τριάντα βιβλία που έγραψα μέχρι τώρα και η θητεία μου, όπως την αποκαλείτε, ως δημοσιογράφος είναι αλληλένδετα. Στο κάτω κάτω της γραφής είναι η πρώτη φορά που χρησιμοποιώ ως ήρωά μου έναν δημοσιογράφο σε… αγαστή συνεργασία με μια πόρνη, την Αμαλία!.
Η ηρωίδα σας απαγγέλλει την «Πόρνη» του Βάρναλη: «Γι’ αυτό στις σάρκας το παζάρι αρνιέται η πόρνη το φιλί. Άλλος τη βρίζει, τη χτυπάει, μα κείνη δεν μιλεί μον’ φτύνει, φτύνει με μανία σα να ’φτυνε την κοινωνία…». Επίκαιρος ο λόγος του και σήμερα;
Όλες οι μεγάλες εταίρες της αρχαιότητας ήταν λίγο πολύ ποιήτριες. Όσο για τον λόγο του μεγάλου Βάρναλη, αυτός θα είναι πάντα επίκαιρος. Εξάλλου αυτή η αέναη επικαιρότητα είναι που κάνει μεγάλο τον ποιητή ή τον συγγραφέα. Ιδιαίτερα για τους ποιητές μας, ως κάτοικοι αυτής της χώρας, ακόμη από την εποχή του Ομήρου υπήρξαμε ιδιαίτερα τυχεροί. Οι ποιητές μας κατά καιρούς τα έχουν πει όλα. Και τα παρελθόντα και τα παρόντα αλλά και τα μελλούμενα. Αρκεί να τους διαβάζουμε! Αλλά η Αμαλία ήταν κι αυτή διαβαστερή. Εκτός από εφημερίδες και περιοδικά είχε διαβάσει αρκετά βιβλία έτσι ώστε να μπορεί να κατανοεί τον ποιητικό λόγο σαν κι εκείνον του Βάρναλη.
Έχετε αναδιφήσει μέσα από το έργο σας σε σημαντικές ιστορικές περιόδους του Ελληνισμού. Καταλήξατε ποιας το τραύμα παραμένει ανεπούλωτο;
Το τραύμα που αφήνει πίσω του ο Εμφύλιος λόγος είτε με τις πολιτικές είτε με τις κοινωνικές διαστάσεις του είναι τεράστιο. Και η Ελλάδα έχει ζήσει πολλές τέτοιες τραυματικές εμπειρίες. Μην ξεχνάτε το πόσες ήταν οι εμφύλιες διαμάχες στην αρχαιότητα. Αλλά και πόσες στα χρόνια της Εθνεγερσίας του ΄21 που λίγο έλειψε να τινάξουν στον αέρα κι αυτήν ακόμη την απελευθέρωσή μας. Ως τραύμα που εξακολουθεί να παραμένει ανεπούλωτο θεωρώ τον εμφύλιο σπαραγμό του 1946-49.