Και γιατί κυρία μου να φας ραδίκι Ιταλίας;
Παρά τις ξηρασίες σε Ισπανία και Ιταλία που εκτόξευσαν τις ελληνικές εξαγωγές η έκρηξη της τιμής του ελαιόλαδου αποτελεί την επιτομή της αισχροκέρδειας
Σεπτέμβρης του 2003. Το ευρώ ταβάνιαζε προς τα πάνω όλες τις τιμές στα ράφια των σούπερ μάρκετς, το ΠΑΣΟΚ έπνεε τα λοίσθια και ο Σημίτης σε μια απέλπιδα προσπάθεια αναστροφής του κλίματος επιχειρούσε έναν ύστατο ανασχηματισμό τοποθετώντας τον Κίμωνα Κουλούρη στη θέση του υφυπουργού Ανάπτυξης για να αναχαιτίσει την ακρίβεια. Και ως άλλος Ρομπέν των … λαϊκών ο θρυλικός Κίμωνας σήκωνε τα μανίκια και καυγάδιζε με εμπόρους και καταναλωτές: «Αυξήθηκε το ραδίκι Ιταλίας και το κάναμε θέμα. Και γιατί, κυρία μου, πρέπει να φας ραδίκι Ιταλίας; Δεν κατάλαβα!».
Είκοσι χρόνια αργότερα, θυμήθηκα τις σουρεαλιστικές σκηνές, διαβάζοντας τον ρόλο του «ελεγκτή τιμών» που καλείται από την πολιτεία να παίξει κάθε καταναλωτής που πάει να κάνει τα ψώνια του στο σούπερ μάρκετ. Ο καθείς εξ ημών δηλαδή θα στέλνει την καταγγελία του για την ακρίβεια του προϊόντος και αυτές – υποτίθεται ότι – θα αξιοποιούνται σε ειδική εφαρμογή που θα «κατεβαίνει» στο κινητό. Πώς λένε οι πιτσιρικάδες στα ΤΙΚ ΤΟΚ; Θα πάει καλά αυτό…
Το ελαιόλαδο έφτασε να πωλείται 140 ευρώ ο τενεκές. Οι παραγωγοί αποδίδουν την εξωφρενική τιμή, η οποία είναι σχεδόν δύο φορές πάνω από πέρυσι, στη μειωμένη παραγωγή, την έλλειψη αποθεμάτων λόγω του δύσκολου χειμώνα και της ξηρασίας και των πυρκαγιών που κατέστρεψαν σημαντικό μέρος του ελληνικού ελαιώνα.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ ο πιο σημαντικός λόγος που ακριβοπληρώνουμε φέτος το ελαιόλαδο είναι η τεράστια αύξηση των εξαγωγών του στο απίστευτο 135%, με την αξία του να αυξάνεται μέσα σε μόλις 5 μήνες κατά 506 εκατομμύρια ευρώ, φτάνοντας τα 882 εκατομμύρια ευρώ. Από τη στιγμή που η παραγωγή πιέζεται ακόμη περισσότερο κυμαινόμενη στους 200.000 με 210.000 τόνους, η ακρίβεια προκύπτει από το ότι οι παραγωγοί προτιμούν να το εξάγουν γιατί εξασφαλίζουν καλύτερες τιμές. Κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα η τιμή του στην Ελλάδα να είναι υψηλότερη από αυτήν στην ΕΕ.
Η Ελλάδα είναι η τρίτη μεγαλύτερη ελαιοπαραγωγός χώρα στον κόσμο, μετά την Ιταλία και την Ισπανία ενώ περίπου η μισή από την ετήσια ελληνική παραγωγή ελαιόλαδου εξάγεται προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και επειδή η ξηρασία κατέστρεψε τους ελαιώνες της Ισπανίας και της Ιταλίας, οδήγησε στην εκρηκτική αύξηση των εξαγωγών. Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει χρυσή ευκαιρία για τεράστια κέρδη αν δε συνοδευόταν από αναλόγως εκρηκτική αύξηση της τιμής του ελαιόλαδου στην εγχώρια αγορά, με την ανατίμηση να φτάνει ή και να ξεπερνά το 100% σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα.
Εκεί όμως υπεισέρχεται ο παράγων πληθωρισμός της απληστίας. Κι αυτό διότι η περσινή παραγωγή ήταν καλή. Η όποια μείωση της παραγωγής αφορά την συγκομιδή του φθινοπώρου. Οι εταιρείες τυποποίησης αγοράζουν αμέσως μετά τη συγκομιδή σε ανταγωνιστική τιμή. Αν υποθέσουμε ότι αγόρασαν πέρσι γύρω στα 5€/κιλό και φτάνει τώρα αυτό το λάδι στο ράφι 15€/κιλό, η διαφορά αποτελεί την επιτομή της αισχροκέρδειας. Κι όσο για το διπλασιασμό του εργατικού κόστους από τα 35 ευρώ πέρσι στα 70 εφέτος, λυπάμαι που σας το χαλάω αλλά αυτό δεν μου προκύπτει ως επιβεβαίωση. Οι τιμές στην καλύτερη των περιπτώσεων δεν υπερβαίνουν το 40άρι ημερησίως και αν πράγματι, υπάρχει δυσκολία στην προσέλκυση εργατών από τη στιγμή που οι Αλβανοί εργάτες βρίσκουν καλύτερο μεροκάματο στη χώρα τους πλέον, αυτό οφείλεται στο ότι οι γόνοι των Χαλκιδικιωτών, Κρητικών ή Μεσσήνιων παραγωγών προτιμούν να το ρίξουν στον τουρισμό νοικιάζοντας έως και αποθήκες, από το να ζορίζονται μαζεύοντας ελιές.
Και αν, ακόμη, υποθέσουμε ότι η εφαρμογή αυτή του Υπουργείου Ανάπτυξης θα είναι «στιβαρή» για να αντέξει το σύνολο των καθημερινών αναρίθμητων καταγγελιών και δε θα «κρασάρει», φοβάμαι ότι το μέτρο θα έχει τόση αποτελεσματικότητα στην καταπολέμηση της ακρίβειας όση το κράξιμο του μυθικού Κίμωνα Κουλούρη στους πλανόδιους εμπόρους των λαϊκών αγορών…
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ KARFITSA