Στα αεροδρόμια όλα πετάνε: αεροπλάνα, τιμές και η αξιοπρέπειά μας
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΡΑΓΩΓΙΑΣ
Αεροδρόμιο «Οδυσσέας Ελύτης» – Μυτιλήνη.
Περιμένω την πτήση για Θεσσαλονίκη, έχοντας βγει από συνέδριο όπου μιλούσαν για καινοτομία, αντοχή, ψηφιακό μετασχηματισμό και άλλα τέτοια αισιόδοξα. Μετά από τρεις μέρες powerpoints, το μόνο που χρειαζόμουν ήταν ένας φρέντο. Self service. Από το μοναδικό καφέ του αεροδρομίου – το οποίο είχε την αύρα «τρέξε, δεν έχει αλλού».
Πάω με το πεντάευρο στο χέρι. Η κοπέλα με κοιτάει όπως κοιτάει κανείς έναν ευγενικό προσκυνητή που φτάνει με κερί, ενώ ο ναός δέχεται μόνο χρυσά καντήλια.
«5,50, κύριε».
Και το «κύριε» είχε μέσα του κάτι μεταξύ παρηγοριάς και αποχαιρετισμού της λογικής.
Πλήρωσα. Πιο γρήγορα απ’ ό,τι περνάει το αεροπλάνο πάνω από τη Χίο. Γιατί; Διότι στο αεροδρόμιο δεν αγοράζεις καφέ, αλλά μοίρα. Και η μοίρα, όπως και το ενοίκιο των καταστημάτων αεροδρομίου, κοστίζει.
Γιατί είναι τόσο ακριβά όλα; Απλό:
Στο αεροδρόμιο πληρώνεις το δικαίωμα ύπαρξης. Το ενοίκιο είναι τόσο υψηλό που αν τα βάλεις κάτω, ένας καφές εκεί μέσα είναι ουσιαστικά ένα είδος δανείου που παίρνεις από τον εαυτό σου.
Τα προϊόντα περνούν από ελέγχους, scanners, σκυλιά, πιθανώς και εξορκισμούς. Οι εργαζόμενοι το ίδιο. Έτσι, όταν φτάνει η ώρα της πληρωμής, το 1€ είναι η γεύση του καφέ, το υπόλοιπο είναι ο ΕΝΦΙΑ του κυλικείου.
Και μετά έχουμε τον ανταγωνισμό. Ποιος ανταγωνισμός;
Τα αεροδρόμια είναι μικρά νησιά μονοπωλίου. Το πολύ–πολύ να αλλάξεις ρολόι πτήσης, όχι μαγαζί.
Οι χειριστές το ξέρουν. Ξέρουν ότι ο επιβάτης έχει μπροστά του τρεις ώρες, μια πρίζα που δεν δουλεύει, και ένα στομάχι που γουργουρίζει. Ξέρουν επίσης ότι στο αεροπλάνο, αν αγοράσεις σνακ, θα νιώσεις σαν να αγόρασες γη στον Άρη από ιδιώτη.
Θα μου πεις: «Μα ο τουρίστας; Δεν καταλαβαίνει ότι είναι ακριβά;»
Όχι. Γιατί όταν κρατάς άλλο νόμισμα στο χέρι, όλα μοιάζουν λογικά. Αν έχεις ρέστα του ευρώ που θες να ξεφορτωθείς, θα πληρώσεις και 7€. Ο τουρίστας, γενικά, σε αεροδρόμιο, είναι σαν παίκτης reality: κάνει πράγματα που δεν θα έκανε ποτέ στον πραγματικό κόσμο.
Μετά έρχεται και το ψυχολογικό κομμάτι. Τα αεροδρόμια είναι χτισμένα σαν λαβύρινθοι κατανάλωσης. Περνάς απαραίτητα μέσα από την αφορολόγητη ζώνη, που πλέον δεν είναι αφορολόγητη ούτε ψυχικά. Στο Χίθροου σε στέλνουν αριστερά για να αγοράζεις πιο καλά από τη δεξιά πλευρά· τα μαγαζιά βάζουν τα προϊόντα διαγώνια, λες και είμαστε σε έκθεση μοντέρνας τέχνης.
Και οι πύλες; Ανακοινώνονται τελευταία στιγμή. Γιατί; Για να μείνεις όσο περισσότερο γίνεται στον εμπορικό διάδρομο. Να σε ζαλίζει το άρωμα των 89€ το μπουκάλι. Να σε κοιτάζει το Toblerone των 2 κιλών. Να ενδώσει η ανθρώπινη ψυχή.
Και κάπως έτσι, στο τέλος της ημέρας, το αεροδρόμιο δεν είναι απλώς ένα σημείο αναχώρησης. Είναι μια μικρή κοινωνία όπου: Οι τιμές πετούν πιο ψηλά από τα αεροπλάνα. Ο καφές είναι είδος πολυτελείας. Και η αξιοπρέπεια… χειραποσκευή χωρίς δικαίωμα υπέρβαρου.
Κι όμως, υπάρχει κάτι όμορφο σε όλο αυτό:
Παρά την ακρίβεια, την αμηχανία, τις ουρές, τα 5,50€ του φρέντο και τις διαγώνιες βιτρίνες, τα αεροδρόμια παραμένουν οι μοναδικοί τόποι όπου βλέπεις την ανθρώπινη ελπίδα στην πιο καθαρή της μορφή.
Εκεί, ανάμεσα στα μαγαζιά που κλέβουν απαλά το πορτοφόλι σου, βλέπεις ανθρώπους να επιστρέφουν, να φεύγουν, να ξαναρχίζουν. Να αγκαλιάζονται, να αποχαιρετούνται, να ψάχνουν τον δρόμο τους. Κι αν για όλα αυτά χρειαστεί να πληρώσουμε έναν καφέ 5,50€;
Ε, ας είναι.
Γιατί η ζωή, τελικά, δεν μετριέται σε ευρώ, αλλά σε πτήσεις.
Και η Θεσσαλονίκη με περίμενε.




